
Απειλούσε κάθε τόσο: “Θα φύγω” Και το έκανε με λάμψη μες τα μάτια. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε, δεν είχε και σημασία, άλλωστε ο στόχος ήταν να δημιουργήσει το κενό, το φόβο, όχι να φύγει. Αφού επέστρεφε στα οικεία, που άλλωστε ήτανε καλά και επίσης και συμφέροντα.
Κάποτε όμως χρειάστηκε να φύγει αυτή. Όχι στο άγνωστο, ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη θάκανε να κανονίσει κάτι επαγγελματικά. Του πρότεινε πολλές φορές να πήγαιναν μαζί, αρνιόταν, δεν του περίσσευαν λεφτά για περιττές μετακινήσεις, τονίζοντας τη λέξη “περιττές” με σημασία. Διατηρούσε ένα πάθος για το χρήμα αντίστροφα από τη συμπάθεια που είχε για ανθρώπους.
Το πήρε απόφαση και πήγε, έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, πέτυχε το στόχο, κι ας ήταν η πρώτη της φορά που απομακρυνόταν από την οικογένεια, κι ας έτρεμαν τα πόδια της, τα σωθικά της, από ανασφάλεια. Στο γυρισμό – προχωρημένο πια φθινόπωρο – πήρε και κάτι έτοιμο για φαγητό, να το γιορτάσουν. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκουραστεί στο σπίτι, μαζί με τους δικούς της, να κάνει ένα μπάνιο, να φύγει από πάνω της η κούραση κι ο πόνος: πρωτάρα στα ταξίδια δεν είχε καν αποσκευή με ρόδες και είχε κουβαλήσει επί διήμερο ένα σωρό απαραίτητους για τη δουλειά φακέλους και χαρτιά, όλα επ΄ώμου, μες το τρένο, στις αναμονές και τις μετακινήσεις.
Στο σπίτι πια, διαπιστώνοντας ότι η θέρμανση δεν λειτουργούσε, τόλμησε να ρωτήσει το γιατί. Δύο μέρες είχε που του θύμιζε στα τηλεφωνήματά τους για να φροντίσει. Βρόντηξε κι άστραψε αυτός, “Και ποια είσαι εσύ μωρή που θα μου ζητάς τα ρέστα, και τι θα πει πονάς; Η μάνα μου πονούσε” της πέταξε στα μούτρα. Φέρνοντας παραπλανητικά στο προσκήνιο, τα αρθριτικά της από χρόνια πεθαμένης. “Φταίω εγώ που σε έκανα κυρία” κορύφωσε, αποτεινόμενος στη γυναίκα που δεν θα πίστευε στα ίδια της τα αυτιά. Τόσο παράλογο και τόσο εκτός της πραγματικότητας που ήξεραν κι οι δύο ήταν το λεχθέν.
Γυρίζουμε σελίδα τώρα, να δούμε και το κίνητρο της λεκτικής επίθεσης.
Δεν πίστευε ποτέ ότι το μυστικό του όπλο, το “θα φύγω” θα το πραγματοποιούσε η γυναίκα. Ότι θα κατάφερνε να φύγει, να επιστρέψει έχοντας πετύχει. Ότι θα τον εγκαλούσε για κάτι, οτιδήποτε. Γιατί βέβαια το θέμα δεν ήταν το καλοριφέρ. Ήταν ότι τα είχε κάνει ρόϊδο με τα δικά του επαγγελματικά. Ότι η γυναίκα το είχε και προβλέψει και διαφωνήσει με τις επί σειρά άστοχες επιλογές του. Ότι η κάθε κρίση της που αποδεικνυόταν και σωστή, βάραινε μέσα του. Μεγάλωνε τη ζήλεια, και την μετέτρεπε σε δηλητηριώδη λόγια. Σαν έτοιμα από καιρό να εκστομιστούν τη κατάλληλη στιγμή αδυναμίας της.
Ήλπιζε μέσα του ότι δεν θα τα κατάφερνε, θα επέστρεφε δαρμένη στο κρύο σπίτι να έπεφτε στην αγκαλιά του. Άκου εκεί να επιστρέφει αεράτη, να κερνάει για την επιτυχία και από πάνω να του κάνει και παρατηρήσεις. Περίπτωση να απολογηθεί καμία, να κάνει αυτοκριτική με τίποτα. Η μόνη άμυνά του ήταν η επίθεση. Να αναποδογυρίσει την αλήθεια. Με αποδεδειγμένη τη μειονεξία του, ένα του έμενε, να πείσει αλλά και ο ίδιος να πειστεί. Ότι ο ίδιος είχε τάχα αναδείξει τη γυναίκα, τραβώντας την από την κατά τη φαντασία του ανυποληψία που βρισκόταν πριν την βγάλει αυτός.
Το θέμα “γάμος” δεν υπήρχε καν στην ατζέντα της, τύχη καλή που δεν μεγάλωσε μ΄αυτό το στόχο. Πριν από χρόνια που της ζήτησε να παντρευτούν ήταν από πίεση από τη δική του οικογένεια. Να έχει και αυτός μια σύζυγο. Που μεταφραζόταν να έχει ένα σπίτι γιατί αυτοί, ό,τι είχαν και δεν είχαν το δώσαν στο γαμπρό για να τους απαλλάξει από τη δική τους κόρη. Της έλειπαν και μπόι και τσαχπινιά και αντ΄αυτών έπρεπε να του δώσουν προίκα για να ξεφορτωθούν τη φύρα τη ραφάτη.
“Κυρία”, “σε έκανα κυρία”αναφώνησε ο θυμωμένος, ο ταπεινωμένος από τις συνθήκες που είχε ο ίδιος φτιάξει, να πασαλείψει με σκατά και υποτίμηση την επιτυχία της γυναίκας. Ασυγχώρητο να επιστρέψει σπίτι με το κεφάλι της ψηλά αλλά τους ώμους πονεμένους από κάποια βάρη στο σύντομο επαγγελματικό ταξίδι.
“Φαίνεται θα πηδήχτηκες στο τρένο της επιστροφής”, έβαλε θριαμβευτικό επίλογο, για να δικαιολογήσει ακόμα λίγο το “κυρία”. Η ίδια δεν διατηρούσε καμιά αμφιβολία για το τίτλο της κυρίας που δεν την έκανε κανείς, κι εκείνη τη στιγμή έσταξε η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι, κυρία θα παρέμενε από κει και πέρα. Χωρίς να έχει σύζυγο τον ηττημένο πανταχόθεν. Που εξ ιδίων κρίνοντας πίστευε ότι με πήδημα στα όρθια, στο τρένο, η πόρνη που είχε κατά λάθος ονομάσει σύζυγο είχε κερδίσει τα προς το ζην και την αυτοπεποίθησή της.
Όσες φορές στο μέλλον θα ξαναπονούσε άδικα ή βίαια, ακόμα κι από περιστάσεις εντελώς τυχαίες, τα κύτταρά της μνήμης θα επανέφεραν εκείνο το συμβάν. Τη σιωπή της που σκέπασε όπως με μοναχικό σεντόνι του νεκροτομείου. Το κυριότερο, το γεγονός ότι όλα έγιναν μπροστά σε αμίλητο, ανήλικο κοινό. Είχε αυτός ένα μοναδικό ταλέντο να διαλέγει τις στιγμές για να δώσει τις άθλιες παραστάσεις του. Όπως το κάνουν οι στρεψόδικοι αφού τελειώσει η πρόβα, να αποσυρθεί το πονεμένο θύμα, να δώσει τη πρεμιέρα ο θρασύς.
Τώρα τα διηγείται γιατί δεν θέλει νάναι άλλο μόνη, να ντρέπεται, και να διαβάζει πάλι και ξανά μέσα της την αμφιβολία. Όχι αν ήταν ή αν έγινε κυρία, αλλά εκείνη που λιμνάζει μέσα μας όταν δικοί μας άνθρωποι μας αδικούν. Όταν συκοφαντούν, χειροδικούν ή αιφνιδιάζουν αντί να κοιταχτούνε στον καθρέφτη. Me too.