Το δικό μου me too

Απειλούσε κάθε τόσο: “Θα φύγω” Και το έκανε με λάμψη μες τα μάτια. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε, δεν είχε και σημασία, άλλωστε ο στόχος ήταν να δημιουργήσει το κενό, το φόβο, όχι να φύγει. Αφού επέστρεφε στα οικεία, που άλλωστε ήτανε καλά και επίσης και συμφέροντα.

Κάποτε όμως χρειάστηκε να φύγει αυτή. Όχι στο άγνωστο, ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη θάκανε να κανονίσει κάτι επαγγελματικά. Του πρότεινε πολλές φορές να πήγαιναν μαζί, αρνιόταν, δεν του περίσσευαν λεφτά για περιττές μετακινήσεις, τονίζοντας τη λέξη “περιττές” με σημασία. Διατηρούσε ένα πάθος για το χρήμα αντίστροφα από τη συμπάθεια που είχε για ανθρώπους.

Το πήρε απόφαση και πήγε, έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, πέτυχε το στόχο, κι ας ήταν η πρώτη της φορά που απομακρυνόταν από την οικογένεια, κι ας έτρεμαν τα πόδια της, τα σωθικά της, από ανασφάλεια. Στο γυρισμό – προχωρημένο πια φθινόπωρο – πήρε και κάτι έτοιμο για φαγητό, να το γιορτάσουν. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκουραστεί στο σπίτι, μαζί με τους δικούς της, να κάνει ένα μπάνιο, να φύγει από πάνω της η κούραση κι ο πόνος: πρωτάρα στα ταξίδια δεν είχε καν αποσκευή με ρόδες και είχε κουβαλήσει επί διήμερο ένα σωρό απαραίτητους για τη δουλειά φακέλους και χαρτιά, όλα επ΄ώμου, μες το τρένο, στις αναμονές και τις μετακινήσεις.

Στο σπίτι πια, διαπιστώνοντας ότι η θέρμανση δεν λειτουργούσε, τόλμησε να ρωτήσει το γιατί. Δύο μέρες είχε που του θύμιζε στα τηλεφωνήματά τους για να φροντίσει. Βρόντηξε κι άστραψε αυτός, “Και ποια είσαι εσύ μωρή που θα μου ζητάς τα ρέστα, και τι θα πει πονάς; Η μάνα μου πονούσε” της πέταξε στα μούτρα. Φέρνοντας παραπλανητικά στο προσκήνιο, τα αρθριτικά της από χρόνια πεθαμένης. “Φταίω εγώ που σε έκανα κυρία” κορύφωσε, αποτεινόμενος στη γυναίκα που δεν θα πίστευε στα ίδια της τα αυτιά. Τόσο παράλογο και τόσο εκτός της πραγματικότητας που ήξεραν κι οι δύο ήταν το λεχθέν.

Γυρίζουμε σελίδα τώρα, να δούμε και το κίνητρο της λεκτικής επίθεσης.

Δεν πίστευε ποτέ ότι το μυστικό του όπλο, το “θα φύγω” θα το πραγματοποιούσε η γυναίκα. Ότι θα κατάφερνε να φύγει, να επιστρέψει έχοντας πετύχει. Ότι θα τον εγκαλούσε για κάτι, οτιδήποτε. Γιατί βέβαια το θέμα δεν ήταν το καλοριφέρ. Ήταν ότι τα είχε κάνει ρόϊδο με τα δικά του επαγγελματικά. Ότι η γυναίκα το είχε και προβλέψει και διαφωνήσει με τις επί σειρά άστοχες επιλογές του. Ότι η κάθε κρίση της που αποδεικνυόταν και σωστή, βάραινε μέσα του. Μεγάλωνε τη ζήλεια, και την μετέτρεπε σε δηλητηριώδη λόγια. Σαν έτοιμα από καιρό να εκστομιστούν τη κατάλληλη στιγμή αδυναμίας της.

Ήλπιζε μέσα του ότι δεν θα τα κατάφερνε, θα επέστρεφε δαρμένη στο κρύο σπίτι να έπεφτε στην αγκαλιά του. Άκου εκεί να επιστρέφει αεράτη, να κερνάει για την επιτυχία και από πάνω να του κάνει και παρατηρήσεις. Περίπτωση να απολογηθεί καμία, να κάνει αυτοκριτική με τίποτα. Η μόνη άμυνά του ήταν η επίθεση. Να αναποδογυρίσει την αλήθεια. Με αποδεδειγμένη τη μειονεξία του, ένα του έμενε, να πείσει αλλά και ο ίδιος να πειστεί. Ότι ο ίδιος είχε τάχα αναδείξει τη γυναίκα, τραβώντας την από την κατά τη φαντασία του ανυποληψία που βρισκόταν πριν την βγάλει αυτός.

Το θέμα “γάμος” δεν υπήρχε καν στην ατζέντα της, τύχη καλή που δεν μεγάλωσε μ΄αυτό το στόχο. Πριν από χρόνια που της ζήτησε να παντρευτούν ήταν από πίεση από τη δική του οικογένεια. Να έχει και αυτός μια σύζυγο. Που μεταφραζόταν να έχει ένα σπίτι γιατί αυτοί, ό,τι είχαν και δεν είχαν το δώσαν στο γαμπρό για να τους απαλλάξει από τη δική τους κόρη. Της έλειπαν και μπόι και τσαχπινιά και αντ΄αυτών έπρεπε να του δώσουν προίκα για να ξεφορτωθούν τη φύρα τη ραφάτη.

“Κυρία”, “σε έκανα κυρία”αναφώνησε ο θυμωμένος, ο ταπεινωμένος από τις συνθήκες που είχε ο ίδιος φτιάξει, να πασαλείψει με σκατά και υποτίμηση την επιτυχία της γυναίκας. Ασυγχώρητο να επιστρέψει σπίτι με το κεφάλι της ψηλά αλλά τους ώμους πονεμένους από κάποια βάρη στο σύντομο επαγγελματικό ταξίδι.

“Φαίνεται θα πηδήχτηκες στο τρένο της επιστροφής”, έβαλε θριαμβευτικό επίλογο, για να δικαιολογήσει ακόμα λίγο το “κυρία”. Η ίδια δεν διατηρούσε καμιά αμφιβολία για το τίτλο της κυρίας που δεν την έκανε κανείς, κι εκείνη τη στιγμή έσταξε η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι, κυρία θα παρέμενε από κει και πέρα. Χωρίς να έχει σύζυγο τον ηττημένο πανταχόθεν. Που εξ ιδίων κρίνοντας πίστευε ότι με πήδημα στα όρθια, στο τρένο, η πόρνη που είχε κατά λάθος ονομάσει σύζυγο είχε κερδίσει τα προς το ζην και την αυτοπεποίθησή της.

Όσες φορές στο μέλλον θα ξαναπονούσε άδικα ή βίαια, ακόμα κι από περιστάσεις εντελώς τυχαίες, τα κύτταρά της μνήμης θα επανέφεραν εκείνο το συμβάν. Τη σιωπή της που σκέπασε όπως με μοναχικό σεντόνι του νεκροτομείου. Το κυριότερο, το γεγονός ότι όλα έγιναν μπροστά σε αμίλητο, ανήλικο κοινό. Είχε αυτός ένα μοναδικό ταλέντο να διαλέγει τις στιγμές για να δώσει τις άθλιες παραστάσεις του. Όπως το κάνουν οι στρεψόδικοι αφού τελειώσει η πρόβα, να αποσυρθεί το πονεμένο θύμα, να δώσει τη πρεμιέρα ο θρασύς.

Τώρα τα διηγείται γιατί δεν θέλει νάναι άλλο μόνη, να ντρέπεται, και να διαβάζει πάλι και ξανά μέσα της την αμφιβολία. Όχι αν ήταν ή αν έγινε κυρία, αλλά εκείνη που λιμνάζει μέσα μας όταν δικοί μας άνθρωποι μας αδικούν. Όταν συκοφαντούν, χειροδικούν ή αιφνιδιάζουν αντί να κοιταχτούνε στον καθρέφτη. Me too.

Ωδή στο νάρθηκά μου

Να σας συστήσω το σύντροφό μου. Και το νέο όνομά μου Imarias Maria Samartzi. Είμαστε από χθες μαζί. Συγκεριμένα αυτοκόλλητοι, όλη τη μέρα. Τη νύχτα μένει στο πλάϊ μου, άγρυπνος φρουρός μήπως τον χρειαστώ να πάω προς νερού μου. Κατά τα άλλα δεν με παρενοχλεί, δεν ροχαλίζει, ούτε ρεύεται ή κλάνει.

Αν πριν να αποκοιμηθώ θέλω να διαβάσω κάτι δεν αρχίζει ηλίθιες ερωτήσεις “τι διαβάζεις;” “πες μου κι εμένα”, “μην αποξενώνεσαι” και τέτοια. Αλλά και τη μέρα, είναι τόσο υποστηρικτικός, δεν μου επιτρέπει ούτε να σκύψω, ούτε να σηκώσω κανένα βάρος, με παροτρύνει να ξεκουράζομαι όποτε χρειαστεί, αισθάνομαι ασφάλεια μαζί του, με στηρίζει.

Επίσης δεν μιλάει, εκτός αν πρόκειται για τη δική μου προστασία όπως είπα, δεν ζηλεύει, δεν σχολιάζει και δεν απαιτεί. Ό,τι και αν αποφασίσω, δεν γκρινιάζει ότι δεν του δίνω τη προτεραιότητα ή αποκλειστικότητα, δεν μου εκμυστηρεύεται πράματα πολύτιμα, δεν του ζητάω άδεια, ή γνώμη. Όταν χρειάζομαι να περπατήσω έξω, η παρουσία του και μόνο δίπλα μου κάνει τους άλλους να με σέβονται, όταν καθυστερώ ας πούμε στη διάβαση πεζών, όταν παρκάρουν αναιδέστατα μπλοκάροντας τον κάδο ανακύκλωσης, και μόνο η παρουσία του, κάνει τους άλλους να σπεύδουν να με εξυπηρετήσουν.

Είναι η αλήθεια, κάπως βαρύς, αλλά αν συγκριθεί με όλους και με όλες που μου έχουν φορτωθεί στη πλάτη αιτούμενοι και αιτούμενες από απλή συμπάθεια μέχρι ποτίσματος γλαστρών, και ευθυνών ή γκρίνιας για ό,τι πιθανόν επιστητό μπορεί να τους συνέβαινε στη ζήση, ο αγαπημένος νάρθηκας είναι πανάλαφρος και σαν φτεράκι που πετάει στον άνεμο, στηρίζει αγγόγυστα έναν σπασμένο σπόνδυλο στα κόκαλά μου, με απαλλάσσει από το πόνο και το φόβο ότι μία λανθασμένη κίνηση θα επιδεινώσει τη κατάστάσή μου.

Καλέ μου νάρθηκα, νάσαι εκεί που είσαι και να ξέρεις και τη θέση σου, συ που βοηθάς το σώμα μου να επανακολλήσει τα σπασμένα, δώσε αν μπορείς και λίγη από την βοήθεια που μου δίνεις, δώσε και λίγο αίσθηση της ύπαρξης και στους ανθρώπους που αναζητούν το δράμα εκεί που δεν υπάρχει.

Γιατί, τι νομίζουμε πως είναι η ζωή; Ένα φθαρμένο ανταλλακτικό που κάθε τόσο χρειάζεται να αλλάζει, κι ό,τι δεν πάει στην ανακύκλωση είναι μονάχα οι συνειδήσεις – αν το καταφέρουμε – να αφήσουμε δύο χαμόγελα σε πρόσωπα αγαπημένα, και λίγο ηχηρό, πηγαίο γέλιο.

Ακόμα και αν ηχήσει κι όταν δεν θα είμαστε εκεί.

Η αρχοντιά, ολόκληρη

Το ζευγάρι είχε ανακαινίσει το πατρικό σπίτι για όσο διάστημα το κατοικούσαν. Διακριτικά, χωρίς να το πληγώσουν ή αφαιρέσουν την αρχική ταυτότητά του. Τα κεντημένα γύψινα στα ταβάνια παρέμειναν σε θέα, δεν έπεσαν ντουβάρια, έμεινε χώρος για τραπεζαρία αντίθετα από την τάση για νησίδα στη κουζίνα, σύμφωνα με τις αισθητικές επιταγές του air b’n b και της τροφής μικροκυμάτων.

Μεγάλωσε η οικογένεια και χρειάστηκε να αλλάζουν στέγη αλλά το σπίτι το διατήρησαν για να το ανοίγουν κάθε τόσο, για φίλους και για γείτονες. Σε αυτήν την ομορφιά της εποχής μεσοπολέμου βρέθηκα καλεσμένη ένα βράδυ. Και απήλαυσα την αρχοντιά και την καλαισθησία που δεν ξέρεις από που να αρχίσεις να αισθάνεσαι, πού να τελειώσεις. Με τη φιλοξενία να σε αγκαλιάζει με ελευθερία μες στο χώρο.

Εκτός από ποτά, γλυκά, κρασί και μεζεδάκια, οι καλεσμένοι θα βρίσκαμε για να ολοκληρώσουμε την εικόνα, εκτυπώσεις, φωτογραφίες, άλμπουμ και γραπτές αναφορές στην ιστορία της ίδιας γειτονιάς. Οργανωμένα με το μεράκι του ερασιτέχνη αλλά και επιμέλεια επαγγελματία γραφίστα ή ερευνητή.

Οι οικοδεσπότες δεν το εκμεταλλεύτηκαν το ακίνητο, νοικιάζοντάς το με το κεφάλι στους δυστυχισμένους μετανάστες. Το κράτησαν μαζί με μνήμες στο παρόν. Τιμώντας, δένοντας τα ενθύμια. Απ΄ την αγάπη για τη θάλασσα απ΄ το κυκλαδονήσι που έχουν μία ρίζα μέχρι την αισθητική του ΄60, το αποσυρμένο πια, μπουκάλι κόκα κόλας. Από την οικογενειακή ταβέρνα προήλθε και λειτούργησε και άψογα ένα τζουκ μποξ, που εφοδιασμένο με ταληράκια δραχμικά, μας πρόσφερε διασκέδαση, με αρχοντορεμπέτικα και άλλα λαϊκά, και τζαζ και ροκ και ό,τι θα διαλέγαμε όλο το βράδυ.

Αναζητώντας το ταξί επιστροφής, οι οικοδεσπότες θα με αποχαιρετούσαν με ένα “γιατί τόσο νωρίς;” κι ας είχαν περάσει πια μεσάνυχτα. Πέντε ή έξη άτομα από τη σύναξη, με συνόδευσαν στη πόρτα. Με περιέβαλαν με μια τιμή σπάνια και πολύτιμη στη κυριολεκτικά πεζή, όχι εποχούμενη, ζωή μου. Χαιρετηθήκαμε στη πόρτα του μικρού Αθηναϊκού στενού σαν να ήμασταν παλιόφιλοι ενώ τους περισσότερους τους γνώρισα μόλις το ίδιο βράδυ.

Οι άρχοντες υπάρχουν, σκεφτόμουν στην επιστροφή. Λεπτότητα και αυθεντική ευγένεια που βγαίνει από το σεμνό τον χαρακτήρα τους και την αισθητική που δεν δανείζεται ούτε λαϊφστάϊλ ούτε και ίνσταγκραμ εικόνες.

Και πώς αλλιώς αφού ανατράφηκαν με ήθος, με άξονα τη μόρφωση αλλά και τη παιδεία του καθημερινού, της ομορφιάς που έμαθαν να την καλλιεργούν. Με πρόοδο σε ό,τι καταπιάνονται και κάνουν.

Ήταν παιδιά που ικανοποιήθηκαν από τη ζωή που τους προσφέρθηκε.
Που δεν ήταν ανέφελη, το κάθε άλλο.

Narcissus&echo.gr

Τραβάει μια σέλφι, αντιλαλεί στο φέϊς, στα τουήτς
είσαι τυπάς
είσαι πανέμορφη
κουκλάρα

Κρύες οθόνες

Πνίγεται ο χρήστης καθώς κοιτάει ξανά αυτό που ο ίδιος είδε

οι φίλοι και οι φόλοουερς
καταφεύγουν
σε άλλες κάμερες


ο καθένας από μία

Κανείς ποτέ κανέναν δεν κοιτάζει σε φακό
με από πίσω μάτια
ζεστασιάς

καθένας με το χέρι
που τραβάει τη σέλφι του
δεν έχει χέρι πια
να πιάσει άλλο χέρι

Ο Νάρκισσος αν ήτανε εδώ
θα άνοιγε λογαριασμό

και η Ηχώ θα βουβαινόταν
αφού κανείς δεν θα μπορούσε
να ακούσει δίχως σύνδεση και συσκευή

Πριν από τη Μαρία


“Αυτά τα δύο παιδιά ήταν κάποτε οι γονείς μου” βρήκε τις φωτογραφίες η Μαρία

το κοριτσάκι, με τα καλά του ρούχα
φωτογραφείο στη Βοστώνη, δεκαετία του ‘20

Στο κέντρο της εικόνας το μικρό αγόρι
περίπου ίδια εποχή, στη Πόλη
ανάμεσα σ’ άλλα παιδιά και την μεγάλη του αδελφή

Να τους κοιτάξει έτσι, να αναγνωρίσει
και να διαβάσει βλέμματα
το παραπονεμένο της μαμάς
το φοβισμένο του παιδιού μπαμπά, ραντάρ που ανιχνεύει

Να συμπονέσει την αδυναμία και τη δυσκολία
που είχαν σαν γονείς

Ψάχνει να βρει την χαμένη αγκαλιά
τη νοσταλγία θαμμένη μες το φόβο και το χιόνι

για να τους συγχωρήσει

Έλενα Φερράντε

Βλέπω τη 4λογία της Νάπολης (Έλενα Φερράντε) έτσι όπως την έχουν κάνει σειρά. (HBO)
Θυμάμαι όσα έχω ξεχάσει.
Από τα βιβλία, από τη ζωή μου, από τις καταστάσεις, από τη μπουρδολογία των διανοουμένων της αντίστοιχης μεταπολιτευτικής εποχής, τη φούσκα της αριστεράς, την υποκρισία των πρώιμων φεμινιστριών μεταξύ θεωρίας και ένδον του φύλου σχέσεων.

Θυμάμαι και τις κακοποιήσεις με λόγια, με έργα, με χέρια, με εγκατάλειψη, με προδοσία, με φθόνο.

Που έχουν το μοναδικό “ταλέντο” να διαιωνίζονται.

Μου θύμισε η Έλενα Φερράντε με το ωραίο της ψαλίδι που βάζει μία ηρωίδα να τον κόβει το φαύλο κύκλο.

Και ακυρώνει το άλλο ψαλίδι, την εσωτερική λογοκρισία μας να καταγγείλουμε τους τις θύτες/τριές μας.

Τρία χρόνια (Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ)

Η “δική μου” Κατερίνα έφυγε από τη ζωή χωρίς καμιά μεμψιμοιρία, έκανε τη λεβέντικη έξοδό της πριν από τρία χρόνια. Σε σωστό timing, δεν θα της άξιζε να βλέπει, να αισθάνεται την πανδημία και το ζόφο της. Ήταν όμως και μια σύμπτωση. Το 2016, την ίδια μέρα, 21 Ιανουαρίου, είχε συμβεί το ατύχημά και ο παρά λίγο θάνατος μου. Έκτοτε το αποφάσισα, έγινε η μέρα γενέθλια και ουσιαστικότερη, χάρη στην αποφασιστικότητα και το θάρρος που έδειξαν τα παιδιά μου. Με ήθελαν, με έσωσαν, με καλωσόρισαν ξανά σε τούτη τη ζωή.

“Σημείωσα” την ημερομηνία αλλά δεν ένιωσα ποτέ- και θα συμφωνούσε και η ίδια η Κατερίνα– ότι αυτό ήταν δείγμα ή απόδειξη ότι υπήρχε ανάμεσά μας “κάτι” πέρα από τη λογική, τη φύση ή την επικοινωνία μας. Σύμπτωση ήταν που έφυγε την ίδια μέρα που ξαναγεννήθηκα. Άλλωστε προνοώντας, μου είχε αφήσει κι ένα δώρο.

Κάτι ανεκτίμητο, αυτή μαζί με ανθρώπους μετρημένους -λίγους κι εκλεκτούς, εσαεί αγαπημένους – αυτοπεποίθηση για τη γραφή. Που στο τέλος … της ίδιας της γραφής, και μάλιστα από άτομο τόσο διορατικό, τόσο ευαίσθητο αλλά κυρίως τόσο ευφυές μοιραία με καταδιώκει, συγχρόνως με οπλίζει.

Και απελευθερώνει

για τη Πελαγία Κυριαζή

Πάνε τώρα δέκα και πλέον χρόνια που γνώρισα σε φιλικό σπίτι τη Πελαγία Κυριαζή. “Ζωγράφος”, μου την σύστησαν που έζησε και δούλεψε στη Νέα Υόρκη. “Ζω στη Κυψέλη τώρα”, είπε. Ο συνδυασμός μου φάνηκε να έχει ενδιαφέρον και ανταλλάξαμε e mails .

Έκτοτε, θα βρισκόμασταν ξανά όταν εξέθετε τις συλλογές της ή συμμετείχε σε ομαδικές. Με προκαλούσε η δουλειά και η τεχνοτροπία της να εκφραστώ κι εγώ γραπτά κι η ίδια ανταποκρινόταν θετικά. Αρχίσαμε να έχουμε αυτή την επαφή, ζωγραφική και γράψιμο και τανάπαλιν. Με τίμησε και όταν πολιτεύτηκε υιοθετώντας κείμενά μου στο προεκλογικό προφίλ της. Δενότανε οι κρίκοι ένας ένας.

Προχτές, ήμουν εκεί όταν εγκαινιάστηκε η ενότητα των έργων της με το όνομα “Χρονικό Ανταποκρίσεις” στο αμφιθέατρο μες το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Ποιος πόλεμος απεικονίστηκε εδώ; Κόντρα ο χώρος, κόντρα κι η αποτύπωση. Ο Άνθρωπος κυριαρχεί, η ατομικότητά του, ο πόνος και ο φόβος του, ο αποπροσανατολισμός του ηττημένου στρατιώτη. Ο λόγος που εδώ γίνεται -γιατί είναι και λόγος εκτός από εικόνα – είναι για την ήττα, την απώλεια, δυο έννοιες συμπληρωματικές, και η αφετηρία η πολύπαθη Μικρασιατική Εκστρατεία, το ‘22.

Μες τη πορεία του έργου της Πελαγίας Κυριαζή θα δει κανείς την πρόοδο που συντελείται από τα μέσα προς τα έξω, τα εκφραστικά της μέσα να ανθίζουν στη πολύχρονη διαδρομή. Και στην παρούσα έκθεση – κατάθεση ψυχής – τα δύο γεγονότα, οι συνθήκες, συνοδοιπορούν. Πιο ξεκάθαρα τα πρόσωπα από παλιά, έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά και έκφραση. Η μάζα των στρατιωτών και η μαυρόασπρη χροιά που είχαν άλλοτε τα έργα της, θα εξελιχθούν καθώς θα εστιάσουν. Μικρές ανάσες οπτικής, οι επωμίδες, ένα βλέμμα, το σκίτσο της συνάθροισης λαού την κρίσιμη Πρωτομαγιά στη προκυμαία· ιχνηλατείται η καταστροφή, η εναλλαγή χαράς και λύπης, το βίωμα που μεταγράφεται από παλιές φωτογραφίες, η “αρχαιολογική σκαπάνη” ανακαλύπτει το συναίσθημα.

Δεν σκάβει πια το χρώμα η ζωγράφος, αλλά τον εαυτό της. Κι αποδίδει τις εικόνες μιας πτυχής και μιας πληγής που μοιάζει επουλωμένη. Η δημιουργικότητα, η ακάματη εργασία έξω και ένδον, αν δεν είναι αυτά τα ανταλλάγματα που έφεραν, προσέφεραν οι απώλειες κι οι καταστροφές, ποιο νόημα υπάρχει στις επετείους κατά τα άλλα ή στις εκδηλώσεις μνήμης;

Για την “μικρή”, έναντι της μεγάλης Ιστορίας πάντως θα το αναφέρω: όσο προχώραγε η γνωριμία μας με τη ζωγράφο ανακαλύπταμε. Πρώτα ότι είχαμε φοιτήσει και οι δύο στο Αμερικάνικο Κολλέγιο. Μετά ότι καταγόμαστε από τη Μικρά Ασία, αλλά και ότι είχαμε γενέθλια την ίδια μέρα. 30 Αυγούστου, την ημερομηνία που σύμφωνα με ορισμένες απόψεις θέλουν να συμπίπτει με τη μέρα της καταστροφής.

ΝΙΚΑΣ ΤΟΙΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣΙ

Εδώ παπάς εκεί ο βασιλιάς


μέσα από σκοτεινούς αιώνες


μεσαίωνα μου θυμίζουνε


κι οι δυο με τις κορώνες

My christmas tree