Συμπόνια Εμπειρία Ανάθεμα και μέρες που δεν είναι

Έτσι κύλησε από μπροστά όλη η ζωή
την ώρα που επάνω σε φορείο πήγαινε
κάποιος
ανήμπορος

οι άλλοι

κάτω από μία ψεύτικη καρδιά
καρφωμένη στο τοίχο

ξεσάλωναν
όπως τους υπαγόρευε η συνήθεια
η αδυναμία να δεχτούν τη δυσκολία

ντιριντάχτα και φωτογραφίες

καδράρουν αφαιρώντας

ό,τι υπάρχει από πίσω

Κι έτσι θυμήθηκα/πως με φωτογράφιζαν/υπό κατάλληλη οπτική γωνία/για να μην φαίνεται ο πόνος/να θυμίζει ότι μια μέρα γιορτινή/μπορεί να έρθει ο ανυπάκουος στα έτη, τις γιορτές και τις κοπάνες

Χωρίς φορείο να τους πάει στο σκοτάδι που δειλιάζουν

Anorexia antiqua

Σε ανασκαφή βρήκα αυτό το σημείωμα που έγραφε στον εαυτό της, με ημερομηνία 6/5/72, η Μαρία. Δεν την λυπήθηκα καθόλου μες τη τραγική ανορεξία της. Θύμωσα μόνο, γιατί όλα αυτά που αισθάνεται την οδηγούν στο μέλλον, καρφί σε αυτοκαταστροφή, σε άτομα που με την ευκαιρία που τους έδινε ενάλλασσαν επάνω της την προσφορά με ζήτηση των πάντων για πάρτη τους και μόνο. Και σε ιδεολογίες ανθρωποφάγες.

Ποιοι ήταν, αποδείχτηκε μόνο όταν τους/τις έβαλε τα όρια τους ή όταν άλλαξε το πλάνο.
Θυμώνω ακόμα με κάθε drama queen κάθε φύλου όταν εκφράζει το παράπονο “δεν με καταλαβαίνεις” …

Σημείωση για την αντιγραφή από την IMarias: Editing μόνο στην ορθογραφία, στις παραγράφους και στο μονοτονικό

“Αυτή η ατελείωτη η μοναξιά με πνίγει, με σκοτώνει. Δε θ΄αντέξω πολύ ακόμη, ζημιά μεγάλη θε να γίνει. Χρόνια και χρόνια δένει μέσα μου ο όμορφος καρπός και τώρα οι λέξεις αναβλύζουν από τα έγκατα μου. Τις εμπιστεύομαι τις λέξεις ως τώρα δεν μ΄έχουν προδώσει, είναι ήμερες και καλόβολες όταν τις αρπάζω γερά γερά.

Θα θαφτώ μέσα σ΄ένα βουνό από λέξεις, πρέπει να κόψω τη τροφοδοσία, το παντελόνι μου σφίγγει αύριο θα θέλω να φαρδύνει, να μετανοιώνω για τη πίκρα που ποτίζομαι σήμερα. Ψάχνω ψάχνω, συνέχεια ψάχνω μες τη μοναξιά μου νάβρω απόκριση όχι υπάρξεως και τα ρέστα. Μόνο το πώς θα σταματήσει αυτό το μαρτύριο, είμαι και βλάκας ο νους σαλεύει, δε βοηθάει πια, όχι. Μια κραυγή βγαίνει από μέσα μου μεγάλη κραυγή, άναρθρη, πρωτογονική, μωρουδίσια, μπλεγμένη, ασυνάρτητη.

Σας φωνάζει όλους μα δεν ακούτε πια; Τί συμβαίνει εδώ. ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ. Είναι σίγουρο θα τη βρω τη λύση, αργά μα σταθερά σε στιγμή που όχι -ο πόνος – το άγχος το βάρος το αλήσμονο βαραίνει που οι αποτυχίες γίνονται συνείδηση, που σφίγγει το παντελόνι, που περγελά ο Γιώργος, να, σε τέτοιες στιγμές ποτίζεται το φυτό μου και αντρειώνει, φουντώνει κάποια ώρα θα βγει μια κοτσάνα δέκα μέτρα απ΄το στόμα, τα ρουθούνια και τις πλάτες μου.

Δεν τον αισθάνομαι όμορφο τον εαυτό μου, μα τη … δεν τον αισθάνομαι. Η ασκήμια είναι όλη δική μου τη κατέχω και τη χαίρομαι και τη θέλω για πάντα μη ΦΕΥΓΕΙΣ ασκήμια μου χοντρά και πλαδαρά μου πισινά, τριχωτέ μου λαιμέ, σκληρές φτέρνες, κρεμασμένα στήθια μου, η δύναμη να φτιάξω το όνειρο όμορφο, ψηλή γάμπα αχ και μαλακά μεταξένια μαλλιά – πώς άραγε θα τάβρισκαν όμορφα οι άντρες σαν δεν υπήρχα κι εγώ;

Πίτσα ναπολιταίν πούχα φάει στη Γλυφάδα σε κοσμικό American κεντράκι. Τώρα για τέτοια είμαστε; Κι αύριο μαγγανοπήγαδο μπροστά στο καθρέφτη με σκοινάκι και το γιαούρτι. Βγες δα ήλιε μου.

Πότε θα κάνει ξαστεριά;
Ποτέ! Δεν με βοήθησες.”