Spanish in- flu-ence

Φαντάζομαι ότι συμβαίνει και σε άλλους. Στα δύσκολα, να κοιτάς προς τη κατεύθυνση εκείνων που κάποτε ήταν η φυσική σου προστασία. Ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν στη ζωή. Έτσι θυμάμαι τη γιαγιά τη συνονόματή μου, έτσι συνδέω και κομμάτια ενός παζλ. Περίεργες οι συγκυρίες που ενώνουν τα σπαράγματα της μνήμης, και τα εξηγούν.

Ο πατέρας μου, ο γιος της συνονόματης, γεννήθηκε Γενάρη του 1918 μαζί με την Μεγάλη Γρίπη Ισπανίας. Και επέζησε. Και η γιαγιά, όταν γεννήθηκα εγώ, κατά πως ο θρύλος μου παρέδωσε, σκαρφάλωσε παρά τα γερατειά σ΄ένα πατάρι, κατέβασε μία ποδιά ολόασπρη φτιαγμένη από βατίστα, έβαλε μπουγάδα η κακομαθημένη κατά τα άλλα ηλικιωμένη, και αφού σιδέρωσε με καυτό σίδερο το ρούχο, ήτανε έτοιμη να με υποδεχτεί στο σπίτι, αποστειρωμένη. Και προφανώς είχε κι εκείνη θυμηθεί με ποια προφύλαξη από την εποχή της γρίπης έπρεπε να υποδέχεται κανείς μωρό στο σπίτι.

Η ίδια γιαγιά που είχε αποκτήσει επτά στο σύνολο εγγόνια, δεν γνώρισε ποτέ τα πέντε. Κι ο λόγος δεν ήταν το social distancing αλλά ο σοσιαλισμός. Αφού η μητέρα των πέντε αυτών παιδιών είχε παντρευτεί προ του Β΄Πολέμου, Βούλγαρο υπήκοο και δεν μπορούσε έκτοτε να ταξιδέψει στην Ελλάδα που αποκτώντας και αυτή συν τω χρόνω Χούντα έκανε τα πράματα από περίπλοκα έως αδύνατα για την συνάντηση των οικογενειών. Στο τέλος, και μετά από είκοσι πέντε χρόνια συναπτά, η κόρη πήρε μετά από διαδικασίες άπειρες την άδεια και επισκέφθηκε τη μάνα λίγο πριν η δεύτερη εκπνεύσει.

Και δεν θα έλεγα αυτή την ιστορία του αποχωρισμού, της δυσκολίας και ανελευθερίας αν η παρούσα απομάκρυνση δεν μου θύμιζε τα γεγονότα αλλά ακόμα πιο πολύ τη στάση, των ανθρώπων που κάποτε γεννήθηκαν κι επέζησαν σε χρόνια δύσκολα επίσης. Δεν ήτανε ηρωισμός καμιάς μορφής, ότι στο σπίτι δεν συζήταγαν για ό,τι κι αν περάσανε. Δεν ήτανε παράσημα ή μεγαλεία, δεν ήταν διηγήσεις από φυσεκλίκια και βουνά, ούτε για τα χαμένα που απόμειναν μισά και ατελείωτα στις μικρασιάτικες πατρίδες. Οι άνθρωποι που επιβίωσαν, επέδηξαν ηρωισμό σε μία μάχη μόνο, της αισιοδοξίας και της προκοπής όπως και να ήρθανε τα πράματα ανάποδα γι΄ αυτούς.

Μου έδωσε η γιαγιά χαρτιά, μολύβια, μου είπε παραμύθια που ίσως η ίδια είχε επινοήσει, κάθισε με υπομονή και δίχως αποστείρωση και φόβο όταν είχα κάπως μεγαλώσει, και χωρίς να διηγείται τις πραγματικές σκληρές της ιστορίες, με έμαθε κι εμένα.

2 Comments

  1. Αχ η Μαρίκα… θυμάμαι ακόμα το καπέλο της

  2. Το θυμάσαι ε; Είπα κι εγώ ποιός ξέρει το όνομά της;


Comments RSS TrackBack Identifier URI

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.