Ωδή στο νάρθηκά μου

Να σας συστήσω το σύντροφό μου. Και το νέο όνομά μου Imarias Maria Samartzi. Είμαστε από χθες μαζί. Συγκεριμένα αυτοκόλλητοι, όλη τη μέρα. Τη νύχτα μένει στο πλάϊ μου, άγρυπνος φρουρός μήπως τον χρειαστώ να πάω προς νερού μου. Κατά τα άλλα δεν με παρενοχλεί, δεν ροχαλίζει, ούτε ρεύεται ή κλάνει.

Αν πριν να αποκοιμηθώ θέλω να διαβάσω κάτι δεν αρχίζει ηλίθιες ερωτήσεις “τι διαβάζεις;” “πες μου κι εμένα”, “μην αποξενώνεσαι” και τέτοια. Αλλά και τη μέρα, είναι τόσο υποστηρικτικός, δεν μου επιτρέπει ούτε να σκύψω, ούτε να σηκώσω κανένα βάρος, με παροτρύνει να ξεκουράζομαι όποτε χρειαστεί, αισθάνομαι ασφάλεια μαζί του, με στηρίζει.

Επίσης δεν μιλάει, εκτός αν πρόκειται για τη δική μου προστασία όπως είπα, δεν ζηλεύει, δεν σχολιάζει και δεν απαιτεί. Ό,τι και αν αποφασίσω, δεν γκρινιάζει ότι δεν του δίνω τη προτεραιότητα ή αποκλειστικότητα, δεν μου εκμυστηρεύεται πράματα πολύτιμα, δεν του ζητάω άδεια, ή γνώμη. Όταν χρειάζομαι να περπατήσω έξω, η παρουσία του και μόνο δίπλα μου κάνει τους άλλους να με σέβονται, όταν καθυστερώ ας πούμε στη διάβαση πεζών, όταν παρκάρουν αναιδέστατα μπλοκάροντας τον κάδο ανακύκλωσης, και μόνο η παρουσία του, κάνει τους άλλους να σπεύδουν να με εξυπηρετήσουν.

Είναι η αλήθεια, κάπως βαρύς, αλλά αν συγκριθεί με όλους και με όλες που μου έχουν φορτωθεί στη πλάτη αιτούμενοι και αιτούμενες από απλή συμπάθεια μέχρι ποτίσματος γλαστρών, και ευθυνών ή γκρίνιας για ό,τι πιθανόν επιστητό μπορεί να τους συνέβαινε στη ζήση, ο αγαπημένος νάρθηκας είναι πανάλαφρος και σαν φτεράκι που πετάει στον άνεμο, στηρίζει αγγόγυστα έναν σπασμένο σπόνδυλο στα κόκαλά μου, με απαλλάσσει από το πόνο και το φόβο ότι μία λανθασμένη κίνηση θα επιδεινώσει τη κατάστάσή μου.

Καλέ μου νάρθηκα, νάσαι εκεί που είσαι και να ξέρεις και τη θέση σου, συ που βοηθάς το σώμα μου να επανακολλήσει τα σπασμένα, δώσε αν μπορείς και λίγη από την βοήθεια που μου δίνεις, δώσε και λίγο αίσθηση της ύπαρξης και στους ανθρώπους που αναζητούν το δράμα εκεί που δεν υπάρχει.

Γιατί, τι νομίζουμε πως είναι η ζωή; Ένα φθαρμένο ανταλλακτικό που κάθε τόσο χρειάζεται να αλλάζει, κι ό,τι δεν πάει στην ανακύκλωση είναι μονάχα οι συνειδήσεις – αν το καταφέρουμε – να αφήσουμε δύο χαμόγελα σε πρόσωπα αγαπημένα, και λίγο ηχηρό, πηγαίο γέλιο.

Ακόμα και αν ηχήσει κι όταν δεν θα είμαστε εκεί.