Πριν από τη Μαρία


“Αυτά τα δύο παιδιά ήταν κάποτε οι γονείς μου” βρήκε τις φωτογραφίες η Μαρία

το κοριτσάκι, με τα καλά του ρούχα
φωτογραφείο στη Βοστώνη, δεκαετία του ‘20

Στο κέντρο της εικόνας το μικρό αγόρι
περίπου ίδια εποχή, στη Πόλη
ανάμεσα σ’ άλλα παιδιά και την μεγάλη του αδελφή

Να τους κοιτάξει έτσι, να αναγνωρίσει
και να διαβάσει βλέμματα
το παραπονεμένο της μαμάς
το φοβισμένο του παιδιού μπαμπά, ραντάρ που ανιχνεύει

Να συμπονέσει την αδυναμία και τη δυσκολία
που είχαν σαν γονείς

Ψάχνει να βρει την χαμένη αγκαλιά
τη νοσταλγία θαμμένη μες το φόβο και το χιόνι

για να τους συγχωρήσει

την ίδια ώρα, πάντα

Παντού ρολόγια και ραδιόφωνα. Τότε που οι μπαταρίες και ο κύκλος της ζωής γινόταν ένα. Μετράγαμε με πάθος, ώρες, μέρες και λεπτά, ή πιάναμε συχνότητες από τόπους μακρινούς, με  γλώσσες ακατάληπτες που ακούγονταν περίεργα κι ωραία.

Μαζεύαμε ρολόγια και ραδιόφωνα απ΄ τα ταξίδια. Μοιράζαμε ρολόγια και ραδιόφωνα, σε όποιον ήτανε παράωρος, σε όποιον δεν μιλούσε, και δεν άκουγε κυρίως. Τα αγοράζαμε όπου τα βρίσκαμε, στα παζάρια και  στα πολυκαταστήματα, στα αεροπλάνα και στα ντιούτι φρη.

Είχαμε αναπτύξει μία σχέση πια με ό,τι χτύπαγε τακ τακ, με ό,τι μίλαγε, με ό,τι εξέπεμπε μια μουσική. Κι αντί να ακούμε τις καρδιές μας ακούγαμε τις μηχανές, τους δείκτες τους γυρίζαμε όπως μας άρεσε και δεν κουρδίζαμε, δεν χρειαζόμαστε το ρεύμα, μόνο αλλάζαμε τις μπαταρίες.

Αλλάζαμε σταθμό, κάθε φορά που κάτι δεν μας άρεσε, ακούγαμε όλο τον κόσμο να φλυαρεί, να τραγουδά, να μην ακούμε το βηματοδότη. Κι ο χρόνος πια δεν κύλαγε όπως ήθελε ο ήλιος, η δύση κι η ανατολή· εμείς ορίζαμε την ώρα, εμείς κι η μπαταρία.

Φοβόμασταν μήπως ξεμείνουμε από χρόνο κι από ρεύμα και έτσι άφοβοι για το κακό που καιροφυλακτούσε, φυλάγαμε την ώρα, την αγγίζαμε και την γυρίζαμε τα πίσω μπρος. Τρέμαμε τη σιωπή, έμπαινε μες το σώμα μας η μουσική, μας κούναγε, χορεύαμε, κι όσο κινούμασταν ελπίζαμε ότι κι αυτή θα ήτανε μαζί μας .

Εκείνη όμως έφυγε απότομα, άφησε μια πνοή μες το δωμάτιο, ανεξίτηλη, και μια καρδιά που χτύπαγε μόνη της τικ τακ. Χαθήκαμε κι εμείς και ψάχναμε για πάντα.

Το κέντρο βάρος του σπιτιού ήταν μία πεθαμένη.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΑΡΑ

adam

 

Η τελευταία της επιθυμία ήταν να τον δει.
Έτσι όπως κοίταξε κάποτε ο ίδιος -και ζωγράφισε- τον εαυτό του. Απέναντί του εκείνη τη στιγμή όπως τους αποτύπωσε ο φακός, η κίνηση, τα βλέμματα κι η γεωμετρία των μορφών σαν το Μάθημα Ανατομίας το δικό του, ανεστραμμένο…

Βρήκαν τον δρόμο τους μέσα από χρόνια, ανθρώπους και καταστάσεις τα οράματά του, για να του επιστρέψουν τη εικόνα, τη ζωή,  μέσα από μια ζωή που σβήνει

Η είδηση
(Χθες, μια γυναίκα που πεθαίνει, ζήτησε ως τελευταία χάρη, να την πάνε στο Rijksmuseum του Άμστερνταμ, να δει για ακόμη μια φορά τον αγαπημένο της πίνακα του Ρέμπραντ -μια από τις Αυτοπροσωπογραφίες του. H ιδιαίτερη επιθυμία της γυναίκας έγινε πραγματικότητα χάρη στο Stichting Ambulance Wens Nederland, ένα Ολλανδικό μη κερδοσκοπικό σωματείο νοσηλευτών που εκπληρώνει τις επιθυμίες ασθενών που βρίσκονται στο τελευταίο τους στάδιο. Όλη η ποίηση και η μπλόφα της ζωής μας σε μια φωτογραφία. (Πηγή: www.lifo.gr) 

The_Anatomy_Lesson

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Σας καλούμε στα εγκαίνια της ομαδικής έκθεσης φωτογραφίας που θα λάβει χώρα την Παρασκευή 19/9/2014, στις 9μ.μ. στον χώρο Τεχνών και Πολιτισμού “Ανάδυση”, Σφακτηρίας 23, Κεραμεικός.

Στα εγκαίνια της έκθεσης, που το θέμα της ήταν εμπνευσμένο από το στίχο του Ελύτη που χαρατηρίζει την Ελλάδα, θα υπάρχει κάλυψη από ιδιωτικό ιντερνετικό τηλεοπτικό σταθμό, καθώς και μουσική ζωντανή.
Η παρουσία σας θα γεμίσει χαρά τους καλλιτέχνες και εμάς

Οι καλλιτέχνες
Μαρία Ιωαννίδου
Αργύρης Ζαφειρίδης
Αγαθοκλής Φερεντίνος
Γιαννης Καυταντζης-Σχοινας
Ελένη Βογιατζή
Νίκη Ζαρκάδα
Γιώργος Λιβάνης
Βίκυ Μπογιονικολού
Βάσω Παππά
Αλέξανδρος Σκούρος
Στέβι
Έλαννα Λόλα
Κώστας Κορομηλάς
Κωνσταντίνος Πετρής
«Ανάδυση'”, Ιδεών, Τεχνών και Πολιτισμού
Σφακτηρίας 23, Κεραμεικός
Τηλ. 697 97 37 030

Επιτάφιος

epitaph

“πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·
γι’ αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν»

Γ. Σεφέρη, Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
***

Πάνω από πεθαμένους και απόντες, πάνω από τους λιποτάκτες τι μπορείς να πεις;

Οι λιποτάκτες σου δώσαν ένα εξαπτέρυγο στο χέρι και σε καταδίκασαν, νάσαι παιδί απροστάτευτο, να τους ξανασυνοδεύεις κάθε άνοιξη σ΄ ένα ταξίδι άδηλο, παιδί μονάχο μ΄ένα κοντάρι πολύ πιο ψηλό από το μπόϊ του, να ξεπροβοδίζει…

Εσένα σε πονάει το πόδι με το αθλητικό παπούτσι, φοράς το καλό σου πουκάμισο κι όσο είσαι ακόμα παιδί και όσο κουβαλάς ένα κοντάρι πιο ψηλό από το μπόϊ σου, εκείνα κει για τον πατέρα που έχει φύγει ταξίδι για δουλειές, το ξέρεις, τα επινόησε η μαμά.

Εσένα που ποτέ δεν έμαθες να τα βάζεις με το παπά, το δάσκαλο και τον πατέρα, αφού το κουβαλούσες το κοντάρι αυτό, που σου θύμιζε ότι κι εσύ κάποτε θα ψηλώσεις, με πόνο, αυτή την ιστορία σου έμαθαν, ότι το δίκιο είναι μια ιστορία που απαιτεί πόνο και θάνατο. Ότι μονάχα έτσι έρχεται στο φως.

Είσαι όμως πολύ μικρό και φορτωμένο για να έχει η ανάσταση για σένα συμβολισμούς και όνειρα. Εσύ σκεφτόσουνα πώς να πας να παίξεις.

Ο μπαμπάς έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές, η μαμά ήταν πάντα κουρασμένη από άλλες δουλειές στο σπίτι, και τη γλώσσα των νεκρών δεν την μαθαίνουν σε κανένα φροντιστήριο.

Έμαθες μόνο βρισιές, μεγαλώνοντας, σε άλλες γλώσσες, σε πολλές ξένες γλώσσες, για να μπορείς να επιβιώνεις όπου και αν πήγαινες, να ζωγραφίζεις το θυμό σου με όλα τα χρώματα της ίριδας τόμαθες κι αυτό καλά, τα έργα σου τ΄αγάπησαν και από σένα πιο πολύ και τα είπαν άγιες εικόνες που υμνούν τη ζωή, ενώ το μόνο που προσπαθούσες κάθε φορά να καταλάβεις ήταν το πώς οι πεθαμένοι σου αφήσαν ένα κοντάρι τόσο ψηλό, ένα πονεμένο πόδι και ένα παραμύθι άγριο, το χειρότερο, ένα παραμύθι όπου ζήσαν όλοι τους καλά.

Όλοι, ακόμα και οι πεθαμένοι.

Πεθαμένοι, άλαλοι, κουφοί και πανταχού παρόντες λιποτάκτες.

epitaph 2

αποσπάσματα

80jhh

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, πέρα από το να προσπαθήσεις να το γράψεις έτσι ακριβώς όπως έγινε. Γι΄ αυτό πρέπει να γράφεις κάθε μέρα ξεπερνώντας τον εαυτό σου και να χρησιμοποιείς τη θλίψη που έχεις τώρα για να καταλάβεις πώς ήρθε η θλίψη στην αρχή. Και πρέπει πάντα να θυμάσαι τα πράγματα που πίστευες, γιατί αν τα γνωρίζεις, θα βρίσκονται εκεί μέσα στα γραφτά σου και δε θα τα προδώσεις. Το γράψιμο είναι η μόνη πρόοδος που κάνεις.»

«Αυτό είναι το μόνο που τους χρειάζεται για να είναι όλα τέλεια. Θα τους άρεσε να τον σκοτώσουν εκεί που σκότωσαν το φίλο του. Αυτό θα ήταν φοβερή περίπτωση. Αυτό θα τους ευχαριστούσε. Τους καταραμένους φονιάδες των φίλων.»

«Τώρα έλεγε στον εαυτό του, πρέπει να προσπαθήσεις να μεγαλώσεις ξανά και να αντιμετωπίσεις αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις, χωρίς να εκνευρίζεσαι ή να πληγώνεσαι που κάποιος δεν κατάλαβε και δεν εκτίμησε τα όσα έγραψες.»

«Σε κάποιο καλάθι αχρήστων πιθανότατα. Πάντα έχει ένα καλάθι αχρήστων. Ο ίδιος είπε ότι ήταν το πιο σημαντικό πράγμα για έναν συγγραφέα…»
Από τον Κήπο της Εδέμ του ΄Ερνεστ Χέμινγουέϊ, Εκδόσεις Καστανιώτης, 2007, μετάφραση Άννα Παπασταύρου

Του αποπάτου η δήλωση

Εικόνα0390

και όμως υπάρχουν (αποδημίες)

Δεν είχα ξαναδεί στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ούτε και χελιδονοφωλιά, με μέσα χελιδόνια. Τα είδα μαζί, το ένα μέσα στο άλλο.

Κάποτε είχα βρεθεί στη Μάνη εκεί που φεύγουν για το νότο τα πουλιά, στο τελευταίο κομμάτι της στεριάς πριν από το θαλάσσιο ταξίδι. Κι αυτό το τελευταίο κομμάτι γης που μπαίνει μες το θάλασσα είναι νεκροταφείο.

Κάποτε είχα βρεθεί κατακαλόκαιρο σε μια κηδεία, την πρώτη και την πιο σημαντική. Και ήταν τότε καταγάλανος ο ουρανός, τα κυπαρίσσια στον αέρα, πουλιά στον ουρανό.

Κάθε φορά το ίδιο μήνυμα μου φέρνουν τα πουλιά.  Ό,τι κι αν κάνεις, πάει η ζωή μπροστά, όλα θα γίνουνε και τα απίστευτα, και τα απειλητικά, και θάναι μια στιγμή αρκετή που δεν χωράει στη μνήμη

Εκεί που πιάστηκαν από το χέρι πρώτη φορά ο χώρος με το χρόνο.

Και πέταξαν για πάντα. 

 

Θεός να σγχωρνάει τ΄αποθαμένα΄ς …

 

για πόσες λέξεις κάνουν 2 φωτογραφίες;

Δείτε τις interactive φωτό.

Η ιστορία, μια γενιά μετά.

 

http://www.nytimes.com/interactive/2009/11/09/world/europe/20091109-berlinwallthennow.html