Ήταν παραμονές γιορτών πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια. Στη γραμμή του λεωφορείου που ταξίδευα κάθε μεσημέρι επιβιβαζόταν πάντα ένας άντρας μεσήλικας, με σπασμένα και πρόχειρα κολλημένα γυαλιά, φορώντας ρούχα που μαρτυρούσαν ότι προσπαθούσε να κινείται στα όρια της αξιοπρέπειας. Φώναζε η εμφάνισή του ότι ήταν φτωχός και περήφανος, ότι προσπαθούσε να βλέπει καθαρά και να κινείται σταθερά καθώς το όχημα τραμπαλιζόταν.
Κρατούσε κι ένα περίεργο τσαντάκι, αυτοσχέδιο. Ήταν μια πλαστική σακούλα γνωστού καταστήματος καλλυντικών. Πολλές φορές είχα δει συνταξιούχους στο ΙΚΑ και σε ουρές να χρησιμοποιούν παρόμοια τσάντα για τα ταλαίπωρα χαρτιά τους, στην εποχή που ανεδύετο η δόξα του file-o-fax.
Μόνο που ο άγνωστος επιβάτης το είχε γυρίσει ανάποδα και επί πλέον του είχε προσθέσει έναν μεταλλικό γάντζο στα χερούλια, αφ΄ ένος για να μην κόβεται –υπέθεσα-. Αφ΄ετέρου ως άλλος Captain Hook, μ΄ αυτόν ακριβώς τον γάντζο πιανόταν από τις χειρολαβές και τις άδραχνε μετά, με μία κίνηση αποφασιστική, σαν να έριχνε άγκυρα μες το πλήθος των επιβατών, σαν να προσπαθούσε να βρει ένα σημείο ισορροπίας για το ταραγμένο του είναι. Η σακούλα πάντως ήταν γυρισμένη ανάποδα έτσι ώστε η επαναλαμβανόμενη καθημερινά ιεροτελεστία να μην μαρτυρεί τη φίρμα του καταστήματος.
Κάτι έγινε μια μέρα, κάποια λογομαχία μες το λεωφορείο, και ο άγνωστος που ήταν συνήθως σιωπηλός, αλλά τόσο εκφραστικός, πήρε θέση για τα τεκταινόμενα. Φαινόταν πολύ θυμωμένος πλην απόλυτος και καυστικός καθώς εξέθετε την άποψή του –δεν θυμάμαι πια την αφορμή που την πυροδότησε- .
«Έλα τώρα» του απάντησε κάποιος επιβάτης «πήγαινε στο καλό και καλές γιορτές, ηρέμησε».
Ο Hook τότε, ήδη με το ένα πόδι στη σκάλα μετέωρο πριν αποβιβαστεί στη στάση, γύρισε το κεφάλι του απότομα και αντέτεινε με ένα ύφος που δεν θα ξεχάσω ποτέ, σαν να του είχαν βρίσει ό,τι πιο ιερό διέθετε.
«Και ποιος σου είπε εσένα ότι έχω γιορτές;». «Δικές σου είναι οι γιορτές. Και δεν με κάλεσες ποτέ στο τραπέζι σου, και δεν με σκέφτηκες ποτέ στο υπόγειο που ζω, ούτε το χειμώνα πούχεις θέρμανση, ούτε το καλοκαίρι με τις σαραντάρες που εσύ απολαμβάνεις τη δροσιά του αιρ κοντίσιον. Να μην μου πεις ποτέ ξανά ούτε καλές γιορτές ούτε να μην θυμώνω! Και δεν γιορτάζω και θυμώνω! Με κατάλαβες;»
Όλοι οι επιβάτες είχαμε απομείνει σιωπηλοί, κανείς δεν απάντησε, μόνο ο οδηγός περίμενε, αντιλαμβανόμενος μάλλον κι αυτός απ΄το τιμόνι του ότι τα πράματα είχαν σοβαρέψει. Το συνήθως βιαστικό όχημα παρέμεινε στη στάση για όση ώρα ο Hook κοίταζε προς τους επιβάτες με θάρρος και απογοήτευση μαζί. Ήξερε πως δεν θα έπαιρνε καμιάν απάντηση, όπως και δεν πήρε. Ένοχη σιωπή ενός λεπτού κι ύστερα η διαδρομή συνεχίστηκε κανονικά.
Όλα αυτά τα θυμάμαι κάθε φορά που γιορτάζουμε γιορτές στο όνομα ανθρώπων και θεών που θα μας έλεγαν αντίστοιχα λόγια αν ήτανε εδώ. Όπως το έτος Καβάφη.
Δημοσίευση στο Bibliotheque