Ξύδι και μέλι

Αναγνωρίζοντας τα πρόσωπα και γεγονότα σε ανάρτηση, με πήρε στο τηλέφωνο ο φίλος από τα παλιά. Στην Τάδε αναφέρεσαι με ρώτησε. Του απάντησα καταφατικά και μετά αρχίσαμε το άγριο τρολάρισμα. Πότε θα πιούμε καφέ, με ρωτάει. ‘Ετσι όπως πάει στο αποτεφρωτήριο του απαντώ.

Θα συνεχίζαμε με inside jokes ξορκίζοντας το πέρασμα του χρόνου και τις συνήθειες του διαδικτύου, θα σχολιάζαμε κοινούς γνωστούς που είχαμε ή αποκτήσαμε και διόλου το αντικείμενο του ποστ που υπήρξε η αφορμή.

Με τη διάθεση αυτή τη χαλαρή ξεκίνησα για τη λαϊκή, πειράγματα και διάλογοι με τους εμπόρους με αφορμή τα φρούτα και λαχανικά, που θα κοκκίνιζε και ο Αριστοφάνης. Η γνωριμίας μας κρατάει χρόνια. Αφήνω εδώ το καροτσάκι με τα ψώνια και πάω σε άλλο πάγκο. Ο ένας πωλητής δεν έχει τα ψιλά και του χαλάει ο άλλος. Ανταλλαγή από συνταγές για αγκινάρες, με αρακά ή κουκιά;

Πού ήσασταν κυρά Μαρία με ρωτάει ο Χ. Έχω καιρό που δεν σας είδα. Να, οδοντογιατρούς, τρεξίματα.

Περνάν κι πιο παλιοί μου γείτονες από το μαγαζί, τροφοδοτούν με τα αθώα κουτσομπολιά από συνάφειες που πάλιωσαν και έγιναν αστείες. Στο καφενείο που κάνω διάλειμμα και παραγγέλνω τον περίεργο καφέ που ξέρει πια ο σερβιτόρος, όταν θα εντοπίσω μια “συνάδελφο” -μπαστούνι, δυσκολία, ψάχνει για άδειο τραπεζάκι – την καλωσορίζω στο δικό μου, αφού όπου νάναι φεύγω.

Στο κρεοπωλείο η γατούλα -είναι μια σουρτούκο που κυριολεκτικά αλλού τρώει, αλλού πίνει αλλά αλλού πάει και κοιμάται – παίρνει το πρωινό μεζέ από κροκέτες. Καλό Σαββατοκύριακο μου λένε και τι θα κάνω τον κιμά, ντολμάδες αμπελόφυλλα που πήρα τώρα δα.

Ο γνωστός ντελιβεράς απολαμβάνει κι αυτός το καφεδάκι του και ατμιστό τσιγάρο σε μια γωνιά με ήλιο, ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον για ένα συμβάν που ανησύχησε τη πολυκατοικία. Περνάνε όλοι οι γείτονες και οι πελάτες, λένε όλοι τα δικά τους, τα νέα, τα παλιά, για τις αποχετεύσεις, για το ασανσέρ, πότε θα ανοίξουνε τα θερινά. Δύο μισόγυμνες με πλεξίδες σκόρδα στα μαλλιά ποζάρουν για φωτογραφίες ψαγμένες, να αποκτήσαμε και καρναβάλι, σουβλάκια ψήνουν στη γωνία, δίπλα λουλούδια σε καλή τιμή, πήγε μεσημέρι.

Λαϊκή αγορά, ξύδι υπάρχει αλλά και μέλι

Η δυστυχία είναι επιλογή

έξοδος

https://youtu.be/dkGbomI9WHY?si=Ywsh90FMeTv2ETU5

Η δυνατότητα του λόγου να δονεί και εκτός βιβλίων. Συνέβη από τότε που κλήθηκα να μπω μέσα σε ένα ποίημα του Διονυσίου Σολωμού για να το ξεστομίσω μπροστά σ΄ολόκληρο σχολείο. Ο δάσκαλός με είχε επιλέξει αφού μας έμπασε στο νόημα του δεκαπεντασύλλαβου όταν μας σύστηνε στη ταπεινότητα που αρμόζει “στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη”.

Την ώρα της απαγγελίας τους ψιθύρισα τους στίχους, αλλά τους πέρασα απέναντι; Όχι, μου απάντησε ο δάσκαλος θα έπρεπε να είχα υψώσει τον τόνο. Τα λόγια εν τούτοις με είχαν διασχίσει, ο ρυθμός, και κάτι αδιευκρίνιστο, πρωτόγνωρο, μια απογείωση από τον τόπο και το χρόνο ή τη συνθήκη της αδιάφορης γιορτής.

Έκτοτε, το κριτήριο για τη συμμετοχή σε συναυλία ή παράσταση είναι η επαναφορά της αίσθησης εκείνης. Μέσα σε ακροατήρια και πλήθη κόσμου, μια στιγμή που όλες οι ανάσες είναι κρατημένες. Μία σιωπή που κρέμεται σε χείλη ερμηνευτών. Και στο κοινό κανείς δεν ανακάθεται, δεν βήχει ούτε ξεροκαταπίνει.

Είναι το σήμα ότι το στοίχημα κερδήθηκε, ότι οι επί σκηνής τα δώσαν όλα και τα πήραν πίσω. Ένα ηλεκτρικό φορτίο αόρατο. Γιατί τότε διευθύνει ο μαέστρος όλες τις καρδιές για μια ανάβαση στο τίποτα: η ένδον μας κυκλοφορία στη μήτρα και στη θάλασσα.

Στα γεγονότα όμως. Ανήμερα το απόγεμα ακούω στο ραδιόφωνο τη μελοποίηση του Μάντζαρου ολόκληρου του Ύμνου και για το βράδυ έχω εξασφαλίσει ένα από τα τελευταία διαθέσιμα εισιτήρια για μία συναυλία μοναδική. Ξυδάκης στην Εθνική Πινακοθήκη. Επιστολή στον κύριο Γεώργιο Δε Ρώσση.

Διαπιστώνω -εκτός απ΄την εξαίσια μουσική και διακριτική παρουσία του συνθέτη -το γιατί χτυπάει φλέβα ο Σολωμός. Ο κατά τύχη γεννημένος γιος μια υπηρέτριας, ο αποσυνάγωγος. Αυτός που οι πιο στενοί του συγγενείς ήθελαν να του αποσπάσουν ό,τι απέκτησε με πόνο, ακόμα και το ίδιο το δικαίωμα να είναι γιος και καρπωτής ενός πατέρα ξένου: ο Σολομός -και αφήνω κατά μέρος τον ιστορικό περίγυρο ή το ρομαντισμό σαν κίνημα – πρώτα πλησίασε, αφουγκράστηκε, κουβέντιασε κι αγάπησε πουλιά και φύλλα, τη θάλασσα και βέβαια τη μάνα. Σαν πρωτοπόρος οικολόγος και σαν φεμινιστής μετέγραψε το αίσθημα σε μουσική φτιαγμένη από λόγο. Δόξασε τη ζωή και τις αξίες της όσο κανένας, μέσα από το ζωντανό του θάνατο.

Και οι γυναίκες, όλες αντρειωμένες -και δεν υπάρχει πιο μεγάλο όνομα και τίτλος – η Ελλάδα, η Ελευθερία και η Δόξα, είναι οι μανάδες του Μεσολογγίου που ζηλεύουν τα πουλιά για τα σπυριά που εξασφαλίζουν στα παιδιά τους, είναι οι καπετάνισσες της Επανάστασης, είναι αυτή που ανεβαίνει στα βουνά, αυτή που εντοπίζει άνοιξη μέσα στη στάχτη, να στεφανώσει τους γενναίους,

Είναι η μάνα που στερήθηκε της αναγνώρισή της, είναι η γυναίκα που διεκδικεί, και ο Διονύσιος την υμνεί, την προσωποποιεί, Ελλάδα
(ίσως ελεύθερη πολιορκημένη)

το χέρι που κρατάει κεραυνό καίγεται πρώτο

Πρόσφατο ήταν το διαζύγιό της. Ένας χρόνος μόλις πριν είχε περάσει που είχε τελειώσει μια σχέση από την αρχή κουτσή. Βαλίτσες και κλειδιά της πόρτας, έκλεισε πίσω του αυτός που έφευγε κι έμεινε εκείνη με τα δυο παιδιά, σχεδόν ενήλικα. Κρατώντας τα προσχήματα και τις ισορροπίες προσπαθούσε να αντλεί και από τις μικρές χαρές όπου και αν βρισκόντουσαν.

Με το που μπήκε το καλοκαιράκι, έξαφνα, από το επάνω πάτωμα άρχισε ένας θόρυβος και κουρνιαχτός. Ο ένοικος και στενός της συγγενής, ένας ψυχασθενής από παιδί, έβαλε μπρος να ανακαινίσει το διαμέρισμά του. Έριχνε τοίχους, έχτιζε άλλους, ξήλωνε είδη υγιεινής, ένας χαμός. Επτά ακριβώς με το ρολόι ξεκινούσε και ξανάρχιζε το απόγεμα μέχρι που βράδιαζε, ανελλιπώς.

Κάποια στιγμή, Ιούνιος ήταν, έφτασε η μέρα που ένα από τα παιδιά της θα έδινε εξετάσεις. Το γεγονός ήταν γνωστό στο πανελλήνιο, όχι για το δικό της μόνο αλλά για όλα τα παιδιά της χώρας. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, τον φώναξε εκλιπαρώντας να σταματήσει πια το θόρυβο, έστω και για μια μέρα. Εξ άλλου, όπως ήξερε κι ο ίδιος μιας κι είχαν μεγαλώσει και μαζί, είχε ένα πρόβλημα υγείας που την ανάγκαζε να παίρνει αγωγή που προκαλούσε υπνηλία. Του το ανέφερε έτσι απλά, θεωρώντας ότι το ήξερε και το σεβόταν, το αποδεχόταν λόγω της μακριάς τους γνωριμίας.

Αστράφτοντας, βροντώντας, φτύνοντας σάλια, ούρλιαξε: Ναι, μωρή, τέτοια είσαι, άρρωστη, γι΄αυτό σε άφησε κι ο άντρας σου. Ενώ ήταν γνωστό τοις πάσι ότι η πρωτοβουλία του διαζυγίου της ανήκε. Σε άφησε κι ο αδελφός συνέχισε. Και όπου νάναι θα σε παρατήσει και ο γιος σου.

Δεν έπιασε η κατάρα. Ο ίδιος πέθανε πριν από τη μάνα του, μόλις στα πενήντα κάτι του.

Έτσι πληρώθηκε το gas lighting που πάντα επιστρέφει στους χειριστικούς ανθρώπους που θα σε κατηγορήσουν άδικα, που θα αντιστρέψουν την αλήθεια και τη πραγματικότητα και ειδικά που θα επικαλεστούν προβλήματα υγείας για να σε αποσυντονίσουν, να σε μπλοκάρουν, να κόψουν τον ειρμό, τη γλώσσα σου, τα επιχειρήματά σου.

Το χέρι που κρατάει κεραυνό καίγεται πρώτο, καμιά φορά και πριν τον ρίξει, σαν πυροτέχνημα, ανάποδα πυροδοτημένο.

Συμπόνια Εμπειρία Ανάθεμα και μέρες που δεν είναι

Έτσι κύλησε από μπροστά όλη η ζωή
την ώρα που επάνω σε φορείο πήγαινε
κάποιος
ανήμπορος

οι άλλοι

κάτω από μία ψεύτικη καρδιά
καρφωμένη στο τοίχο

ξεσάλωναν
όπως τους υπαγόρευε η συνήθεια
η αδυναμία να δεχτούν τη δυσκολία

ντιριντάχτα και φωτογραφίες

καδράρουν αφαιρώντας

ό,τι υπάρχει από πίσω

Κι έτσι θυμήθηκα/πως με φωτογράφιζαν/υπό κατάλληλη οπτική γωνία/για να μην φαίνεται ο πόνος/να θυμίζει ότι μια μέρα γιορτινή/μπορεί να έρθει ο ανυπάκουος στα έτη, τις γιορτές και τις κοπάνες

Χωρίς φορείο να τους πάει στο σκοτάδι που δειλιάζουν

Anorexia antiqua

Σε ανασκαφή βρήκα αυτό το σημείωμα που έγραφε στον εαυτό της, με ημερομηνία 6/5/72, η Μαρία. Δεν την λυπήθηκα καθόλου μες τη τραγική ανορεξία της. Θύμωσα μόνο, γιατί όλα αυτά που αισθάνεται την οδηγούν στο μέλλον, καρφί σε αυτοκαταστροφή, σε άτομα που με την ευκαιρία που τους έδινε ενάλλασσαν επάνω της την προσφορά με ζήτηση των πάντων για πάρτη τους και μόνο. Και σε ιδεολογίες ανθρωποφάγες.

Ποιοι ήταν, αποδείχτηκε μόνο όταν τους/τις έβαλε τα όρια τους ή όταν άλλαξε το πλάνο.
Θυμώνω ακόμα με κάθε drama queen κάθε φύλου όταν εκφράζει το παράπονο “δεν με καταλαβαίνεις” …

Σημείωση για την αντιγραφή από την IMarias: Editing μόνο στην ορθογραφία, στις παραγράφους και στο μονοτονικό

“Αυτή η ατελείωτη η μοναξιά με πνίγει, με σκοτώνει. Δε θ΄αντέξω πολύ ακόμη, ζημιά μεγάλη θε να γίνει. Χρόνια και χρόνια δένει μέσα μου ο όμορφος καρπός και τώρα οι λέξεις αναβλύζουν από τα έγκατα μου. Τις εμπιστεύομαι τις λέξεις ως τώρα δεν μ΄έχουν προδώσει, είναι ήμερες και καλόβολες όταν τις αρπάζω γερά γερά.

Θα θαφτώ μέσα σ΄ένα βουνό από λέξεις, πρέπει να κόψω τη τροφοδοσία, το παντελόνι μου σφίγγει αύριο θα θέλω να φαρδύνει, να μετανοιώνω για τη πίκρα που ποτίζομαι σήμερα. Ψάχνω ψάχνω, συνέχεια ψάχνω μες τη μοναξιά μου νάβρω απόκριση όχι υπάρξεως και τα ρέστα. Μόνο το πώς θα σταματήσει αυτό το μαρτύριο, είμαι και βλάκας ο νους σαλεύει, δε βοηθάει πια, όχι. Μια κραυγή βγαίνει από μέσα μου μεγάλη κραυγή, άναρθρη, πρωτογονική, μωρουδίσια, μπλεγμένη, ασυνάρτητη.

Σας φωνάζει όλους μα δεν ακούτε πια; Τί συμβαίνει εδώ. ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ. Είναι σίγουρο θα τη βρω τη λύση, αργά μα σταθερά σε στιγμή που όχι -ο πόνος – το άγχος το βάρος το αλήσμονο βαραίνει που οι αποτυχίες γίνονται συνείδηση, που σφίγγει το παντελόνι, που περγελά ο Γιώργος, να, σε τέτοιες στιγμές ποτίζεται το φυτό μου και αντρειώνει, φουντώνει κάποια ώρα θα βγει μια κοτσάνα δέκα μέτρα απ΄το στόμα, τα ρουθούνια και τις πλάτες μου.

Δεν τον αισθάνομαι όμορφο τον εαυτό μου, μα τη … δεν τον αισθάνομαι. Η ασκήμια είναι όλη δική μου τη κατέχω και τη χαίρομαι και τη θέλω για πάντα μη ΦΕΥΓΕΙΣ ασκήμια μου χοντρά και πλαδαρά μου πισινά, τριχωτέ μου λαιμέ, σκληρές φτέρνες, κρεμασμένα στήθια μου, η δύναμη να φτιάξω το όνειρο όμορφο, ψηλή γάμπα αχ και μαλακά μεταξένια μαλλιά – πώς άραγε θα τάβρισκαν όμορφα οι άντρες σαν δεν υπήρχα κι εγώ;

Πίτσα ναπολιταίν πούχα φάει στη Γλυφάδα σε κοσμικό American κεντράκι. Τώρα για τέτοια είμαστε; Κι αύριο μαγγανοπήγαδο μπροστά στο καθρέφτη με σκοινάκι και το γιαούρτι. Βγες δα ήλιε μου.

Πότε θα κάνει ξαστεριά;
Ποτέ! Δεν με βοήθησες.”

Για το “Αυστηρώς Ακατάλληλον” του Δ. Φύσσα

Με ευκαιρία την επανέκδοση του βιβλίου του“Αυστηρώς Ακατάλληλον”, μας μάζεψε ο Δ. Φύσσας ένα βράδυ σε εντελώς κατάλληλο για την περίσταση καφενείο. Πίνοντας ό,τι θέλαμε από τσαγάκι μέχρι ούζα με μεζέ, ακούσαμε να ξετυλίγει γλαφυρά την ιστορία των πορνοσινεμά. Αυτήν που σκιαγραφεί το πόνημά του, ένα αρχειακό αποθησαύρισμα με περιεχόμενο τα υποτυπώδη δίφυλλα προγράμματα των κινηματογράφων.

Κατάλληλος κι ο άνθρωπος, ο γραφιάς και πιστός καταγραφέας των πιο απροσδόκητων γεγονότων της Αθήνας. Για να συλλέξει και να παρουσιάσει ακόμα μια φορά, με το αριστοφανικό του χιούμορ και την αλογόκριτη λαλιά, να μεταφέρει τις εικόνες και το κλίμα από αυτό το εκλιπόν, πικάντικο είδος, σινεμά.

Τα λόγια και τεχνάσματα, οι υπόγειες διαδρομές ατόμων πάσης προελεύσεως που συνέρρεαν στα λεγόμενα τσοντάδικα κάποιων περασμένων καιρών, οι γειτονιές κι οι αίθουσες θα σκιαγραφηθούν στις σελίδες με την ανάλογη προφορική ξενάγηση. Θα πληροφορηθούμε ακόμα και για τους κώδικες που θεατές και αιθουσάρχες διατηρούσαν το “σύνταγμα της ηδονής” ζεστό και έτοιμο να εκσπερματώσει απολαμβάνοντας στα σκοτεινά, λαθραίες σκηνές με σάρκα και αυθεντική, πετσοκομμένη ή αλλοπρόσαλλη σε σχέση με τη κεντρική ταινία, δράση.

Μαζί με την ακμή έρχεται όμως και η παρακμή. Τότε που η μεταπολίτευση άναβε άτσαλα όλα τα φώτα και έφερνε μπροστά τη πολιτική και – εν μέρει -την ερωτική ζωή με τις ελευθερίες εισαγόμενες εξ Εσπερίας, οι αλλαγές θα ήταν καταιγιστικές. Το πέρασμα του παρελθόντος χρόνου τις έχει ήδη ξεθωριάσει από τη μνήμη, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι.

Το ζωντανό κουβεντολόι με τον συγγραφέα και την ομήγυρη στο καφενείο όμως ανέλαβε να συμπληρώσει με μαρτυρίες και διαπιστώσεις. Ανάμεσα σε άλλα ότι η απόλαυση του σεξ, δεν έπαψε να αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Αλλά να πού φτάσαμε σήμερα, στη κλειδαρότρυπα του virtual sex των πλήκτρων. Απέναντι στη νέα σκλαβιά που λέγεται πολιτική ορθότητα, ανοίξαμε το βράδυ εκείνο με αφορμή τις λέξεις και εικόνες τα χαρτιά του κόσμου: αδύνατον να αρνηθείς πόσο η αναζήτηση απολαύσεων είναι ανθρώπινη ανάγκη, κι όλο και βρίσκει δρόμο. Παρ΄όλο που έχουν παραλάβει οι νεόκοπες ιδεολογίες από τις θρησκείες το σύγχρονο νέοπουριτανισμό των άκρων.

Χαίρε, Φύσσα, με τις ωραίες σου βραδιές. Οι αναγνώστες σου χαμογελούν.

Μέρες μικρού καλοκαιριού στη Στερεά Ελλάδα

Αιφνίδιο τριήμερο στην Αιτωλία. Φύση πλουσιοπάροχη, πλατάνια και νερά, δροσιές, λίμνες με φυσικό γκαζόν και πλαζ για κολύμπι, πάπιες, ακόμα και φλαμίνγκο! Ανακαλύπτω την άγνωστή μου Στερεά. Ανακαλύπτω και ανθρώπους -και αυτοί εμένα – να μας συνδέει η κοινή λαχτάρα, το ταξίδι! Σαν το ξεκόλλημα αεροπλάνου από τη γη, η έξοδος από το άστυ, πιάνουμε εθνική, ανοίγουμε ορίζοντα.

Τόση χαρά για τα τόσο κοντινά; Θα πεις.

Να, είναι οι ανατροπές που μόνο το ξεκόλλημα απ΄ τα οικεία, τα καθημερινά, μπορούν να σου προσφέρουν. Να συγκινούμαι με τα νήπια που παρελαύνουν στοιχισμένα σαν παπάκια, στο κεντρικό ενός μικρού χωριού. Να χαίρονται τα μάτια μου, και να ρουφάνε βουκαμβίλια που σκαρφαλώνει στα μεσαιωνικά τοιχία ενός μοναστηριού.

Ακόμα κι οι“ήρωες, άπαρτα βουνά”, πράματα απομυθοποιημένα από χρόνια, στο φυσικό τους χώρο αποκτούν υπόσταση, του θρύλου που λείανε το πέρασμα του χρόνου: αποτέλεσμα η προπαγάνδα πάει!

Ο μοναχός σε ρόλο ξεναγού εξιστορεί για αντάρτες και για Γερμανούς, καταστροφές, λεηλασίες, γίνεται δισδιάστατος κι αυτός, Βυζαντινός μαζί κι απλοϊκός, ένα με τις εικόνες. Έξω ανθίζει η αυλή, έτσι όπως αιώνες τώρα αδιαφορεί για όλα τ΄άλλα κι ένα ζευγάρι παπαγάλοι σε κλουβάκι μας καλημερίζουν.

Το Μεσολόγγι, με αρχοντιά μαζί κι αλάτι, διβάρια και δοκάρια, πώς στέκονται όρθιες οι καλύβες στο νερό; Πώς στέκονται οι άνθρωποι απέναντι στο ακύμαντο νερό που εξασφαλίζει το ψωμί τους; Χωριό μα και μητρόπολη, πατρίδα πολιτικών αρχόντων. Το “αλωνάκι” του Διονυσίου Σολωμού. Φιλέλληνες το έβαλαν στο χάρτη και στην παγκόσμια ιστορία. Πλατείες και πλατώματα, ο κήπος με τα αγάλματα, τύμβοι νεκρών, ο ουρανός που επιμένει και μια κυρία ηλικιωμένη να λέει: Είναι όμως όμορφος” θαυμάζοντας το λόρδο Βύρωνα, μαρμάρινο στο πάρκο. Εκεί που οι φοίνικες ψηλώνουν και κοιτάν κατάματα τον ήλιο.

Αγρίνιο: το μόνο που ήξερα ως χτες, οι ρεκόρ θερμοκρασίες κι η ρίμα στο τραγούδι Το Παιδί από τη Κρήτη με το κρύο αλουμίνιο. Κι άλλες ανακαλύψεις έπονται. Καπναποθήκες, με τα ψηλοκρεμαστά παράθυρά τους για αερισμό και φωτισμό στις προαιώνιες συνθήκες. Τα ονόματα της βιομηχανίας στα πακέτα των τσιγάρων που καπνίζαμε παλιά, οι καπνεργάτες, η αμοιβή με το κομμάτι, παιδιά στο μεροκάματο… Χανόμαστε, σκεφτόμαστε κοιτώντας τα κουφάρια των παλιών κτιρίων να περιμένουν επιδότηση για να πάρουνε νέα, άκαπνη ζωή.

Περάσαμε από χωριά επάνω στο βουνό να σφύζουν με τον τρόπο τους, με τράπεζα, ιατρείο, σπίτια πέτρινα περήφανα ακόμα, ήπιαμε και καφέ στη κεντρική πλατεία, ανήμερα της 28ης…

Ένα αρχαιολογικό μουσείο στο Θέρμο, άρτιο και προσβάσιμο, εμείς και μια οικογένεια με άτομο σε αμαξίδιο. Πως καταφέραμε να συγκρατήσουμε από την ιστορία του σχολείου μόνο τον Χρυσό Αιώνα, ενώ ξεχάσαμε και προσπεράσαμε αυτό το θαύμα: Αιτωλική συμπολιτεία!

Μέρες και οι νύχτες του Οκτώβρη ακόμα χλιαρές κι αυθεντικά ζεστή φιλοξενία στο Αγρίνιο, ένα απρόσμενα καλόγουστο ξενοδοχείο. Χρόνια που δεν εξέδραμα στη χώρα από λογής εμπόδια και διαπιστώνω ότι ο πολύ συζητημένος τουρισμός, συμπίπτοντας μαζί η μετά τις κρίσεις εποχή, έκανε ένα άλμα.

Το ίδιο κι οι συνταξιδιώτες στην εξόρμηση αυτή, λιγότερα τα λόγια και τα ξεφαντώματα στα πούλμαν, λυτρωτική η απουσία κακόγουστων σεξιστικών αστείων, και αντ’ αυτού ανταλλαγή από τηλέφωνα, φωτογραφίες.

ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΜΑΛΛΙ ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑ

I
Περήφανη όσο δεν έπαιρνε για τα μαλλιά της. Που είχαν παραμείνει, αντίθετα από το υπόλοιπο κορμί, γερά. Και μαύρα. Ίσως και στιλπνά. Είχε μια ιστορία να πει, πώς η αυστηρή δασκάλα στο Αρσάκειο τής τα τράβαγε, τα μάζευε, τα συγκρατούσε με φουρκέτες, κατάλοιπο από άλλες εποχές, δείγμα ευσέβειας κόρης πουριτανής, ευγενικής, παρθένου.

Αλλά την πονούσε η δασκάλα, διοχέτευε θυμό και αγανάκτηση στη κίνησή της.

Ήταν ακάθεκτη στη περιποίηση της κεφαλής. Δεν πέρναγε βδομάδα που να μην πάει κομμωτήριο. Μέχρι ακόμα και τη μοιραία μέρα που την τράβηξε απ΄τα μαλλιά, που λέει αλλά και ταιριάζει ο λόγος. Να πάει και νάρθει μες τη ζέστη, αλέ χωρίς ρετούρ από τη παραλία στα προάστια, δουλειές και στο ενδιάμεσο να χτενιστεί. Καλούσε ένα κορίτσι από τη γειτονιά με πιστολάκι και με βέσπα που ερχότανε κατ΄οίκον.

Την τελευταία της πνοή την άφησε επάνω στο κρεπάρισμα – μια τεχνική που δεν είχε στην ουσία ανάγκη – που έκανε τις λίγες τρίχες να φαίνονται πολλές με αισθητικό αποτέλεσμα βοηθούσης και της λακ, που έμοιαζε με κουνουπίδι, αλλά μαύρο.

Εκεί την βρήκε το εγκεφαλικό και το μοιραίο, μπροστά σε έναν θλιβερό καθρέφτη με κορνίζα από ξύλο ελιάς και τη κομμώτρια σαστισμένη να καλεί βοήθεια, γύρευε πού, γύρευε πώς. Αυτές οι λεπτομέρειες δεν συζητήθηκαν ποτέ. Ο θάνατος βάζει απότομες τελείες στις αφηγήσεις, δεν σέβεται κανόνες δημιουργικής γραφής, σου δίνει το πτυχίο της ζωής στο χέρι, σε πιάνει από το άλλο και βρίσκεσαι να ακούς παπάδες να λένε λόγια ανήκουστα για τόπους χλοερούς μέσα στο καλοκαίρι.

Πόσο σφιγμένο ήτανε το στόμα, με πόση αγνώστου προελεύσεως πυγμή μες τις αδυναμίες και τους φόβους της, με πόση λάμψη έξαφνη σαν αστραπή μέσα στα μάτια

τράβαγε, χτένιζε και εξολόθρευε το σύμβολο μιας θηλυκότητας που δεν ήταν δικιά της
ό,τι πλαισίωνε ένα έξυπνο κεφάλι που αγνοούσε το περιεχόμενό του
το δικό μου

II

Ό,τι εξείχε το έκοβε
και ό,τι πήγαινε ν΄ανθίσει
το ένα χέρι της ψαλίδι
το άλλο ήταν σκούπα

από την άλλη
για την ακρίβεια μες την άλλη

μέσα στο αίμα
ένα ακόμα δέντρο
ρίζες κορμός κλαδιά

μα μόλις έκανε ν΄ανθίσει
έσπευδε αυτή

η θλίψη
παράπονο στα μάτια
το ψαλίδι

πετσόκοβε
ό,τι ξεπρόβαλε

γέμιζε το πάτωμα

φρεσκοκομμένα άνθη
δεν προλαβαίνανε
οι ύπεροι να δούνε φως

μένανε μόνο άγριες τρίχες

μαύρες
καμμένες
απ΄το ηλεκτοφόρο βλέμμα
-σαν το κοτόπουλο
το πέρναγε από το καμινέτο
πριν το μαγειρέψει –
έλεγε
σύντομα θα πεθάνω

αδιακρισία
για την εφηβεία της κόρης της
η δηλητηριώδης

με χάδια
με γλυκόλογα
η μάνα

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ

Θα ζούσε ή θα πέθαινε η μάνα, ένα χωνί που μέσα του κυλούσε μόνο αγωνία. Λίγο πριν τα δεκαπέντε της, μία μέρα μεσημέρι θα γύριζε από το σχολείο και εκείνη δεν θα ήταν πια εκεί. Δεν ήταν απ΄αυτές που πήγαιναν καμιά βόλτα, με φίλες, σε τίποτα χαρτοπαιξία ή καφέ. Ήταν αφοσιωμένη, ανίκανη να ξεφύγει από τον απώτερο σκοπό της να είναι η καλύτερη, η άφταστη νοικοκυρά.

Ήταν Ιούνιος, μεγάλες μέρες και μεγάλες απαιτήσεις που η κόρη έβρισκε ένα τρόπο να τις σπάει σε κομμάτια, να τις σηκώνει, να τις φέρνει πέρα, να μην σκέφτεται. Γιατί σκεφτότανε πολύ. Έκανε ερωτήματα, έδινε μόνη απαντήσεις, κατέληγε μοιραία σε αριθμούς, καλούς βαθμούς. Καλή μαθήτρια, καλό παιδί, σπάνια λέει όχι, ούτε αφήνει τις αιχμές που της τρυπάνε το μυαλό. Παρουσιάζει πάντα κάτι στρογγυλό και λείο προς τα έξω. Πρόβλημα κανένα.

Είχαν μετακομίσει για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο παραλιακό, κοντά η Αθήνα κι οι υποχρεώσεις, έδινε ακόμα εξετάσεις αλλά υπήρχε και το σχολικό που εξυπηρετούσε. Όπως η προθυμία της να πηγαινοέρχεται από τα βόρεια στα νότια. Ευχάριστα κυλούσε ο χρόνος στο λεωφορείο. Όσο κρατούσε η διαδρομή, χαλάρωνε, δεν χρειαζόταν να αποδεικνύει κάτι. Καθώς μετακινιόταν χωρίς να κάνει η ίδια τίποτα, παραδινόταν στην αχαλίνωτή της φαντασία.

Προχωρημένο μεσημέρι γύρισε στο ξενοδοχείο. Αρχή καλοκαιριού και η τραπεζαρία άδεια. Έκατσε, έφαγε κάτι ελαφρύ, αργότερα θα πήγαινε και για κολύμπι, καιρός για διάβασμα υπήρχε αρκετός. Επάνω, στο δωμάτιο δεν ήτανε κανείς, αλλά δεν ήταν και παράξενο. Θα τους περίμενε να επιστρέψουν.

Η αναμονή δεν έφερε κανέναν ούτε και τηλέφωνο, έστω ένα μήνυμα από τη ρεσεψιόν. Κρατούσαν δυο δωμάτια, είχε και για τα δύο κλειδιά, τα περιδιάβασε πολλές φορές χωρίς σκοπό, έβγαινε στο μπαλκόνι, τίποτα. Μασούλησε και κάνα δυο μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα.

Αργότερα ξεπρόβαλε η θεία νάρχεται ιδρωμένη, μουτρωμένη, βιαστική. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Διάβασε η κόρη την εικόνα απ΄το μπαλκόνι που κοιτόύσε. Ο δρόμος που όλο και πλησίαζε η γυναίκα, γράφτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη. Το τσίτι που φορούσε, άσπρο, μπλε και πράσινο, αμάνικο το φόρεμα, παπούτσια στραβοπατημένα, ποιος νοιαζόταν για τη θεία, ψυχοκόρη, και οικιακή βοηθό;

Τροχός που έκανε πολλά να κυλούν στην οικογένειά της, κάτι σαν βοηθητική αλλά όχι απαραίτητη, ούτε με αναγνωρισμένο κύρος ή σημασία ιδιαίτερη. Τώρα πλησίαζε μέσα στο απογεματινό λιοπύρι για να αναγγείλει θάνατο στην έφηβη που στεκόταν στον εξώστη του ορόφου σε δωμάτιο ξενοδοχείου.

Είχε πεθάνει η μάνα. Με τρόπο ούτε πλάγιο ή διπλωματικό, διανθισμένο με αγκαλιές ή δάκρυα θα μάθαινε η κόρη ότι η μητέρα δεν θα επέστρεφε ποτέ, και τέρμα. “Πέθανε η μαμά σου”.

Ήταν αναμενόμενο αλλά και όχι. Άρρωστη από χρόνια, συνέχιζε και νόμιζε πως άντεχε. Εκείνο το πρωί ξεκίνησε με το αυτοκίνητό της, δουλειές και διαδρομές και όνειρα όπως πάντα. Ο άντρας να την αγαπούσε, να έλαμπε το ίδιο βράδυ που θα έβγαιναν, τάχα στο τέλος όλα να πήγαιναν καλύτερα παρ΄όλο ότι καμία πρόβλεψη δεν προέκυπτε ούτε από τη πλευρά γιατρών ούτε και της λογικής. Ούτε για την υγεία της ούτε και για τον ανεπιστρεπτί φευγάτο πνεύματι αν όχι σώματι, τύποις ακόμα σύζυγό της.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ (και ευχαριστώ για τις ευχές σας, όλους)

Δεν γίνονται μόνο οι αρτηρίες άκαμπτες. Μέχρι να πάει, να έρθει αίμα, μεσολαβεί απόσταση και ψυχραιμία. Ανάμεσα στο λάθος και στη σιωπή από τα παλιά, απλώνεται νερό η αδιαφορία.


Εξήντα χτες κι Επτά. Ένσημα μετρημένα, όνειρα που επαναφέρουν μονάχα τα απτά, στη κάθε κίνησή μου

Αντί για κέρασμα, ποιητική ρωγμή από παλιά, φως στη σκοτεινιά, η καταιγίδα που δεν έφερε βροχή.

Τώρα που η ελπίδα αποκρυσταλλώνεται, “ο κόσμος είναι απλός”. Κι η Ιστορία που σέρνεται, αλλάζει δέρμα.

***

Φωτιά θα βάλω στα καμένα

πάγο στον βόρειο ουρανό

στη θάλασσα τη θάλασσα θα πνίξω

και τα μαλλιά μου σκάλα στον ωκεανό.

Μόνο να έρθεις στα όνειρά μου πάλι

(με το χαμόγελό σου ανοιχτό)