το χέρι που κρατάει κεραυνό καίγεται πρώτο

Πρόσφατο ήταν το διαζύγιό της. Ένας χρόνος μόλις πριν είχε περάσει που είχε τελειώσει μια σχέση από την αρχή κουτσή. Βαλίτσες και κλειδιά της πόρτας, έκλεισε πίσω του αυτός που έφευγε κι έμεινε εκείνη με τα δυο παιδιά, σχεδόν ενήλικα. Κρατώντας τα προσχήματα και τις ισορροπίες προσπαθούσε να αντλεί και από τις μικρές χαρές όπου και αν βρισκόντουσαν.

Με το που μπήκε το καλοκαιράκι, έξαφνα, από το επάνω πάτωμα άρχισε ένας θόρυβος και κουρνιαχτός. Ο ένοικος και στενός της συγγενής, ένας ψυχασθενής από παιδί, έβαλε μπρος να ανακαινίσει το διαμέρισμά του. Έριχνε τοίχους, έχτιζε άλλους, ξήλωνε είδη υγιεινής, ένας χαμός. Επτά ακριβώς με το ρολόι ξεκινούσε και ξανάρχιζε το απόγεμα μέχρι που βράδιαζε, ανελλιπώς.

Κάποια στιγμή, Ιούνιος ήταν, έφτασε η μέρα που ένα από τα παιδιά της θα έδινε εξετάσεις. Το γεγονός ήταν γνωστό στο πανελλήνιο, όχι για το δικό της μόνο αλλά για όλα τα παιδιά της χώρας. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, τον φώναξε εκλιπαρώντας να σταματήσει πια το θόρυβο, έστω και για μια μέρα. Εξ άλλου, όπως ήξερε κι ο ίδιος μιας κι είχαν μεγαλώσει και μαζί, είχε ένα πρόβλημα υγείας που την ανάγκαζε να παίρνει αγωγή που προκαλούσε υπνηλία. Του το ανέφερε έτσι απλά, θεωρώντας ότι το ήξερε και το σεβόταν, το αποδεχόταν λόγω της μακριάς τους γνωριμίας.

Αστράφτοντας, βροντώντας, φτύνοντας σάλια, ούρλιαξε: Ναι, μωρή, τέτοια είσαι, άρρωστη, γι΄αυτό σε άφησε κι ο άντρας σου. Ενώ ήταν γνωστό τοις πάσι ότι η πρωτοβουλία του διαζυγίου της ανήκε. Σε άφησε κι ο αδελφός συνέχισε. Και όπου νάναι θα σε παρατήσει και ο γιος σου.

Δεν έπιασε η κατάρα. Ο ίδιος πέθανε πριν από τη μάνα του, μόλις στα πενήντα κάτι του.

Έτσι πληρώθηκε το gas lighting που πάντα επιστρέφει στους χειριστικούς ανθρώπους που θα σε κατηγορήσουν άδικα, που θα αντιστρέψουν την αλήθεια και τη πραγματικότητα και ειδικά που θα επικαλεστούν προβλήματα υγείας για να σε αποσυντονίσουν, να σε μπλοκάρουν, να κόψουν τον ειρμό, τη γλώσσα σου, τα επιχειρήματά σου.

Το χέρι που κρατάει κεραυνό καίγεται πρώτο, καμιά φορά και πριν τον ρίξει, σαν πυροτέχνημα, ανάποδα πυροδοτημένο.

ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΜΑΛΛΙ ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑ

I
Περήφανη όσο δεν έπαιρνε για τα μαλλιά της. Που είχαν παραμείνει, αντίθετα από το υπόλοιπο κορμί, γερά. Και μαύρα. Ίσως και στιλπνά. Είχε μια ιστορία να πει, πώς η αυστηρή δασκάλα στο Αρσάκειο τής τα τράβαγε, τα μάζευε, τα συγκρατούσε με φουρκέτες, κατάλοιπο από άλλες εποχές, δείγμα ευσέβειας κόρης πουριτανής, ευγενικής, παρθένου.

Αλλά την πονούσε η δασκάλα, διοχέτευε θυμό και αγανάκτηση στη κίνησή της.

Ήταν ακάθεκτη στη περιποίηση της κεφαλής. Δεν πέρναγε βδομάδα που να μην πάει κομμωτήριο. Μέχρι ακόμα και τη μοιραία μέρα που την τράβηξε απ΄τα μαλλιά, που λέει αλλά και ταιριάζει ο λόγος. Να πάει και νάρθει μες τη ζέστη, αλέ χωρίς ρετούρ από τη παραλία στα προάστια, δουλειές και στο ενδιάμεσο να χτενιστεί. Καλούσε ένα κορίτσι από τη γειτονιά με πιστολάκι και με βέσπα που ερχότανε κατ΄οίκον.

Την τελευταία της πνοή την άφησε επάνω στο κρεπάρισμα – μια τεχνική που δεν είχε στην ουσία ανάγκη – που έκανε τις λίγες τρίχες να φαίνονται πολλές με αισθητικό αποτέλεσμα βοηθούσης και της λακ, που έμοιαζε με κουνουπίδι, αλλά μαύρο.

Εκεί την βρήκε το εγκεφαλικό και το μοιραίο, μπροστά σε έναν θλιβερό καθρέφτη με κορνίζα από ξύλο ελιάς και τη κομμώτρια σαστισμένη να καλεί βοήθεια, γύρευε πού, γύρευε πώς. Αυτές οι λεπτομέρειες δεν συζητήθηκαν ποτέ. Ο θάνατος βάζει απότομες τελείες στις αφηγήσεις, δεν σέβεται κανόνες δημιουργικής γραφής, σου δίνει το πτυχίο της ζωής στο χέρι, σε πιάνει από το άλλο και βρίσκεσαι να ακούς παπάδες να λένε λόγια ανήκουστα για τόπους χλοερούς μέσα στο καλοκαίρι.

Πόσο σφιγμένο ήτανε το στόμα, με πόση αγνώστου προελεύσεως πυγμή μες τις αδυναμίες και τους φόβους της, με πόση λάμψη έξαφνη σαν αστραπή μέσα στα μάτια

τράβαγε, χτένιζε και εξολόθρευε το σύμβολο μιας θηλυκότητας που δεν ήταν δικιά της
ό,τι πλαισίωνε ένα έξυπνο κεφάλι που αγνοούσε το περιεχόμενό του
το δικό μου

II

Ό,τι εξείχε το έκοβε
και ό,τι πήγαινε ν΄ανθίσει
το ένα χέρι της ψαλίδι
το άλλο ήταν σκούπα

από την άλλη
για την ακρίβεια μες την άλλη

μέσα στο αίμα
ένα ακόμα δέντρο
ρίζες κορμός κλαδιά

μα μόλις έκανε ν΄ανθίσει
έσπευδε αυτή

η θλίψη
παράπονο στα μάτια
το ψαλίδι

πετσόκοβε
ό,τι ξεπρόβαλε

γέμιζε το πάτωμα

φρεσκοκομμένα άνθη
δεν προλαβαίνανε
οι ύπεροι να δούνε φως

μένανε μόνο άγριες τρίχες

μαύρες
καμμένες
απ΄το ηλεκτοφόρο βλέμμα
-σαν το κοτόπουλο
το πέρναγε από το καμινέτο
πριν το μαγειρέψει –
έλεγε
σύντομα θα πεθάνω

αδιακρισία
για την εφηβεία της κόρης της
η δηλητηριώδης

με χάδια
με γλυκόλογα
η μάνα

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ

Θα ζούσε ή θα πέθαινε η μάνα, ένα χωνί που μέσα του κυλούσε μόνο αγωνία. Λίγο πριν τα δεκαπέντε της, μία μέρα μεσημέρι θα γύριζε από το σχολείο και εκείνη δεν θα ήταν πια εκεί. Δεν ήταν απ΄αυτές που πήγαιναν καμιά βόλτα, με φίλες, σε τίποτα χαρτοπαιξία ή καφέ. Ήταν αφοσιωμένη, ανίκανη να ξεφύγει από τον απώτερο σκοπό της να είναι η καλύτερη, η άφταστη νοικοκυρά.

Ήταν Ιούνιος, μεγάλες μέρες και μεγάλες απαιτήσεις που η κόρη έβρισκε ένα τρόπο να τις σπάει σε κομμάτια, να τις σηκώνει, να τις φέρνει πέρα, να μην σκέφτεται. Γιατί σκεφτότανε πολύ. Έκανε ερωτήματα, έδινε μόνη απαντήσεις, κατέληγε μοιραία σε αριθμούς, καλούς βαθμούς. Καλή μαθήτρια, καλό παιδί, σπάνια λέει όχι, ούτε αφήνει τις αιχμές που της τρυπάνε το μυαλό. Παρουσιάζει πάντα κάτι στρογγυλό και λείο προς τα έξω. Πρόβλημα κανένα.

Είχαν μετακομίσει για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο παραλιακό, κοντά η Αθήνα κι οι υποχρεώσεις, έδινε ακόμα εξετάσεις αλλά υπήρχε και το σχολικό που εξυπηρετούσε. Όπως η προθυμία της να πηγαινοέρχεται από τα βόρεια στα νότια. Ευχάριστα κυλούσε ο χρόνος στο λεωφορείο. Όσο κρατούσε η διαδρομή, χαλάρωνε, δεν χρειαζόταν να αποδεικνύει κάτι. Καθώς μετακινιόταν χωρίς να κάνει η ίδια τίποτα, παραδινόταν στην αχαλίνωτή της φαντασία.

Προχωρημένο μεσημέρι γύρισε στο ξενοδοχείο. Αρχή καλοκαιριού και η τραπεζαρία άδεια. Έκατσε, έφαγε κάτι ελαφρύ, αργότερα θα πήγαινε και για κολύμπι, καιρός για διάβασμα υπήρχε αρκετός. Επάνω, στο δωμάτιο δεν ήτανε κανείς, αλλά δεν ήταν και παράξενο. Θα τους περίμενε να επιστρέψουν.

Η αναμονή δεν έφερε κανέναν ούτε και τηλέφωνο, έστω ένα μήνυμα από τη ρεσεψιόν. Κρατούσαν δυο δωμάτια, είχε και για τα δύο κλειδιά, τα περιδιάβασε πολλές φορές χωρίς σκοπό, έβγαινε στο μπαλκόνι, τίποτα. Μασούλησε και κάνα δυο μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα.

Αργότερα ξεπρόβαλε η θεία νάρχεται ιδρωμένη, μουτρωμένη, βιαστική. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Διάβασε η κόρη την εικόνα απ΄το μπαλκόνι που κοιτόύσε. Ο δρόμος που όλο και πλησίαζε η γυναίκα, γράφτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη. Το τσίτι που φορούσε, άσπρο, μπλε και πράσινο, αμάνικο το φόρεμα, παπούτσια στραβοπατημένα, ποιος νοιαζόταν για τη θεία, ψυχοκόρη, και οικιακή βοηθό;

Τροχός που έκανε πολλά να κυλούν στην οικογένειά της, κάτι σαν βοηθητική αλλά όχι απαραίτητη, ούτε με αναγνωρισμένο κύρος ή σημασία ιδιαίτερη. Τώρα πλησίαζε μέσα στο απογεματινό λιοπύρι για να αναγγείλει θάνατο στην έφηβη που στεκόταν στον εξώστη του ορόφου σε δωμάτιο ξενοδοχείου.

Είχε πεθάνει η μάνα. Με τρόπο ούτε πλάγιο ή διπλωματικό, διανθισμένο με αγκαλιές ή δάκρυα θα μάθαινε η κόρη ότι η μητέρα δεν θα επέστρεφε ποτέ, και τέρμα. “Πέθανε η μαμά σου”.

Ήταν αναμενόμενο αλλά και όχι. Άρρωστη από χρόνια, συνέχιζε και νόμιζε πως άντεχε. Εκείνο το πρωί ξεκίνησε με το αυτοκίνητό της, δουλειές και διαδρομές και όνειρα όπως πάντα. Ο άντρας να την αγαπούσε, να έλαμπε το ίδιο βράδυ που θα έβγαιναν, τάχα στο τέλος όλα να πήγαιναν καλύτερα παρ΄όλο ότι καμία πρόβλεψη δεν προέκυπτε ούτε από τη πλευρά γιατρών ούτε και της λογικής. Ούτε για την υγεία της ούτε και για τον ανεπιστρεπτί φευγάτο πνεύματι αν όχι σώματι, τύποις ακόμα σύζυγό της.

Πριν από τη Μαρία


“Αυτά τα δύο παιδιά ήταν κάποτε οι γονείς μου” βρήκε τις φωτογραφίες η Μαρία

το κοριτσάκι, με τα καλά του ρούχα
φωτογραφείο στη Βοστώνη, δεκαετία του ‘20

Στο κέντρο της εικόνας το μικρό αγόρι
περίπου ίδια εποχή, στη Πόλη
ανάμεσα σ’ άλλα παιδιά και την μεγάλη του αδελφή

Να τους κοιτάξει έτσι, να αναγνωρίσει
και να διαβάσει βλέμματα
το παραπονεμένο της μαμάς
το φοβισμένο του παιδιού μπαμπά, ραντάρ που ανιχνεύει

Να συμπονέσει την αδυναμία και τη δυσκολία
που είχαν σαν γονείς

Ψάχνει να βρει την χαμένη αγκαλιά
τη νοσταλγία θαμμένη μες το φόβο και το χιόνι

για να τους συγχωρήσει

Το Ξυλουρέικο 50 χρόνια, τώρα, Μαρία

1972, βράδυ των Φώτων βρίσκεται στη Λήδρα, στο υπόγειο. Είναι έφηβη και αλλιώς περίμενε εκείνη τη βραδιά, καμία ντίσκο για χορό, όταν οι φοιτητές που έκανε παρέα της είχαν πει “πάμε Πλάκα”. Αλλά το μαγαζί δεν έχει πίστα και απογοητεύεται.

Μέχρι να αρχίσει η μυσταγωγία. Ο τραγουδιστής που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον, αντιλαλεί βουνά και θάλασσες, μιλάει μια γλώσσα που έρχεται από τον Όμηρο, ακούγεται σαν ψαλμουδιά, κοιτάει ψηλά ως να καρφώνει μία μία τις ψυχές στην αίθουσα, όλα σιωπούν κι όλα τα ξεσηκώνει.

Ριζίτικα της λένε είναι, και ένα Χρονικό και χτυπάνε τα τραγούδια, κομματιάζουν το παγωμένο μέσα της. Είχαν περάσει λίγοι μόνο μήνες από τότε που είχε πεθάνει η μάνα της. Στο σπίτι απουσία και σιωπή. Έξω, στο κόσμο δικτατορία, ψίθυροι και φόβος. Λόγος ακέραιος για τίποτα δεν είχε γίνει.

Πίνει αλκοόλ αλλά αυτό που τη μεθάει είναι ό,τι ζει

Το άλλο πρωί κάτι ανώτερο από γνώση, κάτι βαθύτερο από χαρά ξυπνάει μέσα

θα καταφύγει στη βιβλιοθήκη, ψάχνει, αναζητά
τον Καζαντζάκη και τον Προυστ, τον Τόμας Μαν, τον Μπέρναρντ Ράσσελ, διαβάζει ό,τι βρίσκει

Δεν θα πάει το πρωί σχολείο, το σώμα της τής έχει στείλει σήμα, μια ηλεκτρική εκκένωση

μια κρίση επιληψίας


**

Τι να την δένει με τη μουσική της Κρήτης; Σίγουρα κάτι δυνατό, κάτι που ταξιδεύει από τη ψυχή στο σώμα και τανάπαλιν, τα συγκλονίζει

50 χρόνια μετά, 26 Οκτωβρίου 2022

Από την οικογένεια Ξυλούρη πάλι στη σκηνή, τα νεότερά της μέλη απ΄την Αυστραλία, μαζί οι Nederlands Blazers, το σύνολο. Τα όργανα, τα κρητικά τα έγχορδα μαζί με τα σοφιστικέ τα Ευρωπαϊκά, δεν ακούγονται απλά μαζί· συμπληρώνονται, χορεύουν. Ο Ψηλορείτης, σε μια εικόνα του προβάλλεται στο σκηνικό, αλλάζει διαθέσεις, πετούν πουλιά, βόσκουν ζώα, περνάνε άνθρωποι και αυτοκίνητα ακόμα, όλα αληθινά, καμία εξιδανίκευση ή εικόνα καλή για ρεσεψιόν ξενοδοχείου.

Κι από το Άμστερνταμ, οι ψηλοί, ξανθοί, ανεπιτήδευτα εκπαιδευμένοι, τα ζυμωμένα με τη μουσική κορίτσια, χωρίς πόζα κατάλληλη για music hall ξένης πρωτεύουσας. Χωρίζει η ξένη γλώσσα, αλλά μιλάνε με τη μουσική και με το σώμα οι Ολλανδοί και σχολιάζουν με το χαρακτηριστικό τους χιούμορ. Το κοινό ανταποκρίνεται, χειροκροτεί, γελάει. Αναποδογυρισμένη παγκοσμιοποίηση.

Μηδενική σοβαροφάνεια, από τους αγαπημένους βορειοευρωπαίους -έτσι τους γνωρίσαμε- αλλά κι οι Κρητικοί μαέστροι στην ακροβασία, σχεδόν μοναδικοί, από το κλάμα του Rameau στον πεντοζάλη, από τις μαντινάδες -απίθανα σημερινές σε γλώσσα και μενταλιτέ- στο Διόνυσο και τον σκοπό να ξεσηκώνει μια αίθουσα ολόκληρη που κρατάει το ρυθμό με σύμπνοια που ξέρει να υπαγορεύει μόνο η καρδιά. Ούτε η γνώση ούτε η προπαίδεια στη μουσική. Και κάθε τους στιγμή όλοι τους οι μουσικοί να ενώνουν, να συνθέτουν με πάθος και με κέφι, χαμόγελο: το νέο γεννιέται επί σκηνής, το μπολιασμένο με τους δυο πολιτισμούς,τις τρεις γενιές, το Νέο που γεννιέται μετά απ΄την οδύνη, κλαίγοντας χαρμόσυνα και την παράδοση να του ανοίγει σήμερα φτερά.

Νομίζει ότι θα σπάσει η καρδιά της, φοβάται μην το σώμα δώσει ακόμα μια φορά το σήμα. Αλλά αυτό τη διαψεύδει, χειροκροτεί με το πονεμένο, το αδύναμό της χέρι, αλλά παράδοξα το βράδυ εκείνο δεν κουράζεται. Κρατάει το ρυθμό με το πόδι που μόλις μία μέρα πριν έχει υποστεί επώδυνες ενέσεις, και ω του θαύματος δεν τη πονάει τίποτα, δεν κουράζονται τα μέλη.

Είναι που τα δονεί η ίδια η καρδιά, με τους Ξυλούρηδες, τη μουσική, το ήθος, τη σεμνότητα, ακόμα μια φορά να σημαδεύουν τη ζωή της.

Μαρία, αξέχαστη γκάφα

Μόλις είχε αποκτήσει αυτοκίνητο. έναν σκαραβαίο, η οικογένεια και η περηφάνια τους μεγάλη. Νέοι δρόμοι ανοίγονταν με τον πατέρα στο τιμόνι, που μολονότι δεν διέπρεψε ποτέ ως οδηγός, έσπευδε να αποκομίσει οφέλη για την εργασία. Έτσι στο πλαίσιο της φιλοξενίας του Γερμανού εκπροσώπου εταιρείας, που αν και νεότατος εξέφρασε ενδιαφέρον για το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, οργανώθηκε ημερήσια εκδρομή.

Η μητέρα, πρότεινε να προηγηθεί θαλάσσιο μπάνιο στις παραλίες της περιοχής και γέμισε το πορτ μπαγκάζ με ένα σωρό συμπράγαλα, επίσης νεοαποκτηθέντα, πτυσσόμενα καθίσματα, θερμός για κρύο νερό και άλλο για ζεστό καφέ μαζί με τα ανάλογα μεταλλικά ποτήρια. Δείγματα εκμοντερνισμού της φαμίλιας που θα επιδεικνύονταν διακριτικά αλλά σκόπιμα στον βορειοευρωπαίο επισκέπτη.

Η οκτάχρονη Μαρία παρατηρούσε με ευχαρίστηση και ενδιαφέρον τον Βάλτερ, Ρίχτερ στο επώνυμο, νεαρό και νόστιμο, που καθισμένος στη θέση του συνοδηγού μιλούσε σπαστά αλλά ευκρινή Αγγλικά. Αντίθετα με τους προηγούμενους ανοίκειους εκπροσώπους εξ Αυστραλίας, συνήθως ψηλοκρεμαστούς, με δόντια πεταχτά, κόκκινα μαλλιά και διάσπαρτες φακίδες να μιλάνε με τη βαριά και ακατάληπτη σ΄εκείνην προφορά.

Στις οδικές εκδρομές που ήταν και καινούργιο φρούτο, η Μαρία, απολάμβανε τη διαδοχή των εικόνων του τοπίου συγχρόνως συνυπάρχοντας με τα μέλη της πυρηνικής της οικογένειας, πράγμα που δεν συνέβαινε στην καθημερινότητα, στο σπίτι. Απελευθερωνόταν και προς μεγάλη της έκπληξη οι παρατηρήσεις που εξέφραζε στη διαδρομή γίνονταν αποδεκτές με ενθουσιασμό ως έξυπνες και -παρά τη δική της πρόθεση – αστείες, προκαλώντας εκρήξεις άφθονου γέλιου μες τη καμπίνα του γαλάζιου σκαραβαίου.

Όταν ολοκληρώθηκε η περιήγηση στο αρχαίο θέατρο και βρέθηκαν πάλι στο παρκαρισμένο όχημα, οι γονείς έδειχναν ευτυχείς, ο μπαμπάς γιατί θα είχε πια ανεβεί στα μάτια του Γερμανού φιλοξενούμενου λόγω και του “φάου βε” που τους είχε φέρει επιτυχώς στον αρχαιολογικό χώρο, ενώ η μαμά γιατί θα επεδείκνυε ακόμα μια φορά και μάλιστα εκτός έδρας την οικιακή της μαεστρία προσφέροντας στην ύπαιθρο χλιαρό και όπως έπρεπε, τον απογεματινό καφέ.

Εκεί λοιπόν, μπροστά στο ανοιχτό πορτ μπαγκάζ, της ήρθε της μικρής να ξεστομίσει μια από τις γνωστές της εξυπνάδες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, το κοινό στόχος είχε αλλάξει. Ήθελε να πει κάτι στον νεαρό Γερμανό που να τον αφορά και να τον εντυπωσιάσει.

“Βάλτερ, you know” του λέει, με τα λίγα αλλά επαρκή Αγγλικά που είχε ήδη μάθει, “το όνομά σου, αν του αλλάξεις ένα μόνο γράμμα, και μόλις λίγο τη σειρά, είναι ίδιο με του Χίτλερ”, γκρεμίζοντας με μία μόνο φράση, όλες τις προθέσεις γεφύρωσης της Ελληνογερμανικής παρέας. Έπεσε μια μακρά, αμήχανη σιωπή, τα βλέμματα επικεντρώθηκαν στις πιο αδιάφορες κατευθύνσεις ενώ μία βουή τους τάραζε υπόκωφα.

Τόσο ο φιλελληνισμός του Γερμανού, όσο και ο κοσμοπολιτισμός των γονέων μαζί με τις πέτρινες κερκίδες του υπεραιωνόβιου αμφιθεάτρου έτριξαν εκείνο το ζεστό απόγεμα, έμοιαζαν να σείονται και να βρυχώνται με μια βοή και ταραχή εφάμιλλη πολλών μονάδων Ρίχτερ!

Μαρία, θεία Ζουζού, Ηρακλής και Αδάμ

Δεν καταλάβαινε η Μαρία τι είχε αυτή η θεία που την έκανε ξεχωριστή. Εκτός βεβαία από τα υπέροχα δώρα. Αντί γλυκών έφερνε παιδικά βιβλία. Δύο συγκεκριμένα, ήταν τόσο εντυπωσιακά που τα θυμόταν ως να ήταν ένα. Το πρώτο Οι Άθλοι του Ηρακλέους, το άλλο Οι Πρωτόπλαστοι. Κυριαρχούσαν στα γυαλιστερά πολύχρωμα εξώφυλλα, ο Ηρακλής με λεοντή, ο Αδάμ με φύλλο συκής.

Κάτι είχε αυτή η θεία που έκαμπτε τη σθεναρή και ομόθυμη αντίσταση προς τα παντός είδους “σόγια” των φιλόδοξων γονέων που μόλις είχαν πιάσει την καλή ώστε να τα αποκλείουν από την κοινωνική ζωή τους. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 οι ίδιοι κάλπαζαν προς την μεταπολεμική ευεξία, αποφεύγοντας ό,τι θύμιζε τις ευρύτερες οικογένειές που θες από φόβο, θες από ατυχία ή από τεμπελιά δεν είχαν ανεβεί στο άρμα της οικονομικής προόδου που θα τους έβγαζε απ΄τη μιζέρια.

Η θεία Ζουζού με το παιχνιδιάρικο όνομα, ήταν γεροντοκόρη, γκριζαρισμένη και κοντή, φορούσε πάντα ολόισια παπούτσια και ρούχα με το ίδιο ακριβώς πατρόν χειμώνα καλοκαίρι, φούστες πλισέ, πουκαμισάκια και ζακέτα με πολλά κουμπιά. Τίποτα εντυπωσιακό δεν είχε επάνω της που να δικαιολογεί την εξαίρεση από το εμπάργκο συγγενών στο σπίτι της Μαρίας.

Τους επισκεπτόταν κάθε τόσο και διημέρευε. Απ΄το πρωί στο μπροστινό καθιστικό να ανταλλάσσουν τα πρώτα νέα με τη μαμά, το μεσημέρι με φαγητό που είχε ετοιμαστεί επιμελώς απ΄την προηγουμένη, ενώ για σιέστα της παραχωρούσαν το ντιβάνι της τραπεζαρίας. Βραδάκι πια, πριν φύγει για τη στάση του λεωφορείου φορτωμένη με λουλούδια από τον κήπο, σπιτικά γλυκά και περιοδικά μόδας, παρήλαυναν από το φερ φορζέ σαλόνι της βεράντας όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες του σπιτιού, γιαγιάδες, συμπεθέρες και λοιπές της γειτονιάς για να την δουν, να κουβεντιάσουν, να αποδώσουν με κάποιο τρόπο τιμή στην καλεσμένη.

Ανάμεσα τους ήταν και η ζωηρή και νεότατη χήρα του επάνω ορόφου. Με τη συγκεκριμένη συγγενή η οικογένεια γειτόνευε αναγκαστικά αφού κατείχε το ήμισυ της διπλοκατοικίας. Αντίθετα από την επισκέπτρια ήταν ζουμερή και κοκέτα, ενώ κατά τα λεγόμενα δεν είχε αφήσει τον καιρό της χηρείας να πάει χαμένος. Κουνούσε την αχλαδιά σε κάθε ευκαιρία. Ό,τι αρσενικό την περιέβαλε, συνάδελφοι και συνεργάτες, μάστορες ή έμποροι με τους οποίους υπήρχε πρόσκαιρη γνωριμία εξελισσόταν και σε εξ ίσου πρόσκαιρη συνεύρεση στη κρεβατοκάμαρα από ξύλο εληάς, μέρος της άκαιρα αχρηστευθείσας λόγω της χηρείας, προίκας.

Πέρασαν χρόνια και όταν η χήρα κατόρθωσε να βρει μόνιμη παρέα, συνάντησε τυχαία τη Ζουζού στη κεντρική πλατεία, εκεί που τα καμάκια ψώνιζαν τουρίστριες. Αφού κι δύο είχαν γεράσει, η χήρα πλησίασε με ύφος θριαμβευτικό τη γεροντοκόρη με σκοπό να της τρίψει πια στα μούτρα την υπεροχή της. “Ζουζού μου, τι μου κάνεις;” τη ρωτάει με οικεία περιφρόνηση προσδοκώντας συνάμα να ακούσει περί μοναξιάς και να θριαμβεύσει. Για να πάρει την απάντηση με δυνατή φωνή εν μέσω της πολυσύχναστης πλατείας συνοδευόμενη με σταυροκόπημα: “Δόξα τον παντοδύναμο, γλυκιά μου, βρίσκεται πάντα κάποιος να με γαμήσει”.

Έβαλε την ουρά στα σκέλια η χήρα, και αποχώρησε έχοντας χάσει οριστικά στον ακήρυχτο και σιωπηλό ανταγωνισμό με αυτήν που απολάμβανε το μυστηριώδες κύρος τα περασμένα χρόνια.

Όταν η Μαρία πληροφορήθηκε μετά από χρόνια την ιστορία κατάλαβε επιτέλους τη σχέση ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Αδάμ, και συμπέρανε ότι το πλήρες όνομα από όπου προέκυπτε εκείνο το Ζουζού, θα πρέπει να ήταν το υποκοριστικό για το “τεκνατζού”.

Μαρία, πρώτη γνωριμία

Στη διπλοκατοικία μετά κήπου ο αδελφός κι ο ξάδελφος μεγάλωναν παράλληλα με την μεταξύ τους έχθρα. Όχι ακριβώς έχθρα ακόμα, αλλά επάνω στο παιχνίδι πέφταν κι οι ανάποδες και στους αγώνες ποδηλάτου ή τρεξίματος, στη πάλη που ξεσήκωναν από τους άθλους ενός Καρπόζηλου, του φουσκωτού της εποχής, τρίζαν τα δόντια τους. “Θηρία” τους αποκαλούσε η γιαγιά και ήταν τέτοια ανήμερα καθώς ο καθένας μείωνε τον άλλο όπου μειονεκτούσε.

Μέσα στο σπίτι, με ένα σωρό γυναίκες να υπηρετούν, να αφουγκράζονται και να παινεύουν τα αρσενικά, τα δυο παιδιά συμπεριφέρονταν ως άρχοντες, μικρά αφεντικά, φιλόνικα και αρπακτικά, στη τσίλια για καυγά και άπειρες διεκδικήσεις. Ήταν σαν να χρώσταγαν οι μάνες, θείες και γιαγιάδες τους να αναστήσουν τα τρία εκείνα αγόρια, που πέθαναν στη γέννα, πριν η γιαγιά κάνει τις δυο κόρες και μητέρες πια των εν λόγω αγοριών. Μία ζωή που έδιναν απλόχερα σ΄αυτούς τους διαδόχους του σογιού, που ρούφαγαν με κεραίες αόρατες τα φοβερά προνόμια που σιωπηλά μα σταθερά παραχωρούσαν οι γυναίκες μες το σπίτι.

Δεν άργησε όμως να βρεθεί ένας ανταγωνιστής τους, λίγο πριν οι δύο συνομίληκοι φτάσουν τα δέκα χρόνια. Ένα απόγεμα που η Μαρία έπαιζε μόνη κι αμέριμνη στο κήπο, κάνει την εμφάνισή της η ψυχοκόρη του σπιτιού στο πορτάκι της κουζίνας και κάνει νόημα “έλα μέσα” αν και δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα. Στο σπίτι επικρατούσε μια παγωμένη σιωπή, ένα κενό αδυσώπητο, μια μούγκα σαν τη μπόρα που δε λέει να ξεσπάσει. Η μάνα και η ψυχοκόρη, κοιτάζονταν αμίλητες και βλοσυρές, μόνο η δεύτερη χτυπούσε τα μαγουλά της κι επικαλείτο ό,τι ήξερε από αγίους με την επωδό “και τι θα γίνει τώρα;”.

Η μάνα στράφηκε στη συνέχεια σε μια ατζέντα και άρχισε το ίδιο αμήχανα να ξεφυλλίζει σαν χαμένη το ευρετήριο των τηλεφώνων ατελέσφορα, από τη μια σελίδα ως την άλλη σαν να μην έβρισκε αυτό που ψάχνει ή να μην ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Μετά αφού ακούστηκαν βήματα στη σκάλα η πόρτα άνοιξε και μπήκε η θεία αλαφιασμένη. Βλέποντας τη Μαρία έκανε ένα βήμα πίσω. Πήρε την αδελφή της ψιθυρίζοντας παράμερα και την επόμενη στιγμή ακούστηκαν τα φύλλα της ντουλάπας με το χαρακτηριστικό τους τρίξιμο, κι οι δυο γυναίκες βγήκαν πάλι με ένα μπόγο ρούχα, όλα μαύρα.

Μία εβδομάδα είχε κάνει η καλπάζουσα λευχαιμία, για να ξεκάνει ακαριαία τον γαμπρό του πάνω ορόφου, τον εργοστασιάρχη. Κι εκείνη τη βδομάδα είχε τύχει να λείπει στο πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό ο έτερος γαμπρός του ισογείου, ο έμπορος. Έπεσε παγωμάρα κι ένας πανικός μετά, οι αναγκαίες διαδικασίες, και οι σκέψεις, οι φόβοι, η αναστάτωση, οι επισκέψεις, οι συγγενείς και οι κουμπάροι – εύποροι αυτοί με μια μονάδα στο Μοσχάτο- κι οι πρώτες κουβέντες να πετάνε από στόμα σε στόμα, βαρύγδουπες και απειλητικές: χρεωκοπία, του τάφαγε ο ποδόγυρος, το παιδί ορφανό, η χήρα να πάει να δουλέψει τώρα.

Έτσι ούτε πέντε ακόμα η Μαρία , κάνει τη πρώτη γνωριμία με το θάνατο στο σπίτι. Κι η πρώτη ερμηνεία της απουσίας του θείου, μεγάλο ταξίδι. Ταξίδι δεν ήταν κι ο μπαμπάς; Αυτός επέστρεψε αλλά μαζί και ένας φόβος ίσαμε το μπόι του, μαζί και τα σφυρίγματα του τρένου όταν βράδιαζε τα καλοκαίρια στη βεράντα που η ψυχοκόρη έλεγε πως ήτανε ο πεθαμένος που τους έστελνε σινιάλο.

Κανείς δεν βρέθηκε ποτέ να διαψεύσει αυτό το παραμύθι το κακόγουστο, κανείς δεν είπε τι είχε συμβεί με το όνομά του, μόνο η μάνα όταν έκοβε τα νύχια της Μαρίας, ρώταγε: “που είναι ο θείος, ξέρεις;” και η μικρή όσο φοβότανε, τόσο ντρεπότανε να αρθρώσει τη καινούργια λέξη που είχε φυτρώσει και θα άνθιζε μελλοντικά στο σπίτι: “Πέθανε”.

ΜΑΡΙΑ, ΑΚΟΥΣΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ

Δεν είχε ζήσει μόνη της ούτε μία μέρα. Πρωτότοκη του ζευγαριού που είχε χάσει ήδη τρία αγόρια στο τοκετό. Αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Βοστόνη. Γεννήθηκε μέρες που οι παληοημερολογίτες του νοσοκομείου γιόρταζαν Χριστούγεννα. Έψαλαν οι καλόγριες νοσοκόμες στο διάδρομο adeste fideles. Πιστοί μαζευτείτε.

Μέσα σε μια διετία γεννήθηκε κι η αδελφή της και μετά από λίγο επέστρεψαν Ελλάδα, να μάθουν τα κορίτσια γλώσσα, στο Αρσάκειο. Ως Αρσακειάς μεγάλωνε, αυστηρά, περιορισμένα, και υποτιμημένη σε σχέση με τη πιο μικρή που ήταν ασκημούλα μα σκερτσόζα με αποτέλεσμα εκτός από αγαπημένη του μπαμπά να καταφέρει να τυλίξει εργοστασιάρχη και να παντρευτεί πριν η μεγάλη βγει καν σε ραντεβού. Όλες οι προγνώσεις για τη μεγάλη έδειχναν το ράφι.

Κι αυτή, επιμελής και όχι και πολύ για γράμματα, ξεσκόνιζε τα ράφια, κυριολεκτικά, έδωσε αξία στις οικιακές δουλειές, στη τάξη που της έδινε ασφάλεια όταν η μικρή ντύνονταν και στολίζονταν φουριόζα για να βγει, πριν απ΄ το γάμο και μετά γιατί κατοίκησαν όλοι μαζί, οι νιόπαντροι, οι γονείς, μια συμπεθέρα όλοι κάτω από την ίδια στέγη.

Ως εκ θαύματος, η μεγαλοκοπέλα για την εποχή σχεδόν γεροντοκόρη, ένα βραδάκι που επισκέφθηκε μια φίλη στη Κυψέλη, γνωρίζει εκεί της φίλης της το φλερτ. Μια αμοιβαία συμπάθεια, αλλά και συμπτώσεις, κοινή καταγωγή από Μικρά Ασία όπως άλλωστε κι ο άλλος ο γαμπρός, ο εργοστασιάρχης φωτίζουνε στα μάτια της το ανδρικό κεφάλι. Αλλά ακόμα περισσότερο ένας υπόγειος ανταγωνισμός “γιατί αυτή και όχι εγώ” που είχε ρίζα ανάμεσα στις δύο αδελφές και πρόβαλε κλωνί και άνθος ανάμεσα στις φίλες, κι έτσι η μουλωχτή μεγάλη αδελφή, βρήκε άντρα -ή μάλλον έκλεψε – από τη φίλη που την φιλοξενούσε. Κι ο έρωτας μπερδεύτηκε πρώτη φορά, αναρριχήθηκε κι αυτός σαν το φυτό που στερεώνεται σ΄ αυτή την σχέση δύο αντιζήλων γυναικών και θεριεύει.

***

Όταν παντρεύτηκε της φάνηκε ότι φεύγοντας από το πατρικό, μετακομίζοντας στης πεθεράς, θα κέρδιζε ελευθερία. Θα γλύτωνε από τη συγκατοίκηση με τους γονείς της, την αδελφή και τους άλλους. Θα έφευγε επιτέλους μακριά τους, θα έπαιρνε το ρόλο “το καλό κορίτσι” υπό τη σκέπη πεθεράς και ανδρός μες τη μικρή και ξένη αλλά καινούργια στη ζωή της κατοικία. Και έτσι και έγινε για λίγο. Ο νέος έφευγε να πάει με τα πόδια στη δουλειά, οι δυο γυναίκες θα μαγείρευαν και η καλή και νέα η νοικοκυρά θα έλαμπε, από καθαριότητα και από τη μικρή της ανεξαρτησία.

Σύντομα όμως σώνεται το μέλι μες τη συγκατοίκηση που βασιζότανε στο σπέρμα. Όταν προέκυψε εγκυμοσύνη άρχισε να αποζητά το αίμα το συγγενικό. Χωρίζουν οι γονείς το διώροφο στα δύο, το κάτω πάτωμα για την άσωτη που επιστρέφει μαζί με άντρα, κοιλιά και πεθερά. Το πάνω για την άλλη που είχε αποκτήσει γιο.

Δεν πολυήθελε να μπει και τρίτος άνθρωπος, για την ακρίβεια τέταρτος, γιατί υπήρχε ήδη η πεθερά, η ερωτευμένη νέα. Μα η εγκυμοσύνη της δοξάστηκε από όλους, όταν της φάνηκε ότι την υποδέχτηκαν στο πατρικό, ότι είχε κι αυτή θέση καλύτερη αναμέσά τους. Θα είχε τη βοήθεια όταν θα γεννούσε από τη μάνα της την ίδια, θα είχε και την αδελφή που είχε ήδη εμπειρία, θα είχε χρόνο ελεύθερο για τον άντρα. Αυτό την ένοιαζε πάνω από όλους κι από όλα μαζί με το απαστράπτον της νοικοκυριό.

Και πάλι τρυγούν για λίγα χρόνια μέλι. Το σπίτι σφύζει από ζωή που μοιάζει χαρισάμενη. Μέχρι που προκύπτει ένα λάθος. Κάποια νύχτα που γυρνάει το ζευγάρι μεθυσμένο, κάποιο απόγεμα ή κάποιο δειλινό, Δεκεμβρίου πάντως. Κάποιο σπασμένο προφυλακτικό, κάποια λάθος κίνηση, αυτή δεν ήθελε παιδί, της τόχαν πει και οι γιατροί ίσως κι οι μοίρες οι κακές που στέκονται αλάθητες πάνω απ΄ τα κρεβάτια γυναικών που δεν θέλουν να γεννήσουν, και σημαδεύουν τις ακούσιες συλλήψεις. Εννιά μήνες μετά το λάθος βγήκε στη ζωή, και ήταν και κορίτσι, μια Μαρία.

ΜΑΡΙΑ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ

Τι να σημαίνει ο αριθμός, αναρωτιέται. Εξήντα πέντε χρόνια. Γεννήθηκε μια μέρα καλοκαιρινή, ο πρώτος ήχος που έφτασε στ΄αυτιά της, η αγορά, η λαϊκή. Τότε που σπάσαν τα νερά τις τελευταίες ώρες στη κοιλιά, σύμφωνα πάντα με τους θρύλους που κυκλοφορούσαν μες την οικογένεια.

Μπορεί γι΄ αυτό το λόγο να αισθάνεται στο “σπίτι της” ανάμεσα στα χρώματα τις μυρωδιές, τους ήχους και τα βήματα που κάνουν οι πελάτες και οι πωλητές. Μπορεί και για τον ίδιο λόγο να διάλεξε στη τύχη να κατοικήσει ένα διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το ίδιο μέρος, ύστερα από χρόνια.

“Πόσο νωρίς χαράζονται οι πόλοι”*Δεν είχε πάει ακόμα δημοτικό -νηπιαγωγείο δεν πήγε- όταν ζωγράφισε μία βάρκα κόντρα στα χρώματα του δειλινού, της έβαλε και ένα όνομα, ΕΡΜΑ, αντιγράφοντας τα γράμματα όπως τα είχε δει, στο ραδιόφωνο με τα κουμπιά, στη πόρτα του ψυγείου, χωρίς να ξέρει τι σημαίνουν, ποια λέξη σχηματίστηκε και που την τοποθέτησε στη παιδική της ζωγραφιά.

Σήμαιναν κάτι όλα αυτά; Ήταν διαίσθηση, ή αναμνήσεις από ένα χώρο σκοτεινό κι αθώο; Δεν θα μπορέσει να τις απαντήσει, βολεύεται στο χωνευτό καλούπι της, εκεί που μέρα με τη μέρα χύνεται η περίφημη ταυτότητα, είναι αυτή που ένωσε τα νήματα κι ας έρχονται από όπου, αδιάφορο και άγνωστο θα μείνει.

Πέρασε τη τελευταία χρονιά της απομόνωσης ισορροπώντας σε έδαφος αβέβαιο. Από τη μια, κάποιοι της έτειναν το χέρι και στηρίχτηκε. Ένας γιατρός, την ανακούφισε από τους πόνους και ήταν ο ίδιος που την ώθησε να μπει πιο αποφασιστικά στο κόσμο της τεχνολογίας. Και ένας γείτονας της έφερε ολόκληρο ψυγείο όταν το δικό της χάλασε. Οι συνεργάτιδές της έδειξαν κατανόηση, “πρώτα απ’ όλα να είμαστε καλά”. Το ίδιο κι οι θεραπευτές και κάποιοι άλλοι επαγγελματίες, παρόντες και ουσιαστικοί όποτε τους χρειάστηκε.

Ήταν κι εκείνη που δεν άφησε μια μέρα χωρίς τηλέφωνο ή βίντεο, κι εκείνος που την πήρε από το χέρι να της διδάξει πάλι κίνηση και θάρρος για να ταξιδέψει μες το καλοκαίρι, μέσα στη ζωή.

Ενώνει η αντιξοότητα αλλά και χωρίζει, αποκαλύπτει. Απαισιόδοξοι παντός καιρού, παπαγαλάκια ψεκασμένων, καταστροφολόγοι, αιτούντες τη παρηγοριά και χορηγοί του φόβου δεν αφήνουν χώρο στη Μαρία για να φοβηθεί η ίδια, να ανησυχήσει, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να ζήσει. Διατηρεί τη ψυχραιμία της για να εισπράξει το ανεκδιήγητο: “Ε, βέβαια, τι ανάγκη έχεις;” φράση που έρχεται σα μπούμερανγκ απ΄τα παλιά, χτυπάει καίρια στο κεφάλι.

Σοκάρεται. Τι να της λείπει; Η πολυτέλεια που απολαμβάνουν κάποιοι, πίστη θρησκευτική σε μεταφυσική ή κόμμα. Να περιμένεις την εκ παντός ύψους σωτηρία, να αναθεματίζεις τους “διαόλους”, να φοβάσαι και να κρύβεσαι μες το θυμό, να γίνεσαι εκ περιτροπής ο ίδιος σωτήρας, θύμα κι οπαδός, εφόδια μίας ζωής που επιτρέπει να ρίχνεις και ευθύνες και τις λύσεις κάπου εκτός του εαυτού, εκτός της λογικής και εκτός της ανεξαρτησίας.

Ζει, συζεί με τη πραγματικότητα να αγρυπνά συνέχεια στη διπλανή καρέκλα:
Απ΄το Δεκέμβρη του περασμένου χρόνου έως τα μέσα Μάη δεν είχε συμφάει με άνθρωπο.
Τι ανάγκη έχει;

Άκουσε λόγια στον ελεύθερο πολιορκημένο χρόνο της χωρίς αντίκρυσμα, λόγια που έσβησαν μαζί με τα λοκντάουν, όταν τελείωσε κι ο ρόλος της, μια βολική παρέα με το take-a-away στο πάρκο που κάνουν την ανάγκη τους οι σκύλοι. Δόθηκαν υποσχέσεις τότε “όταν ανοίξουνε να πάμε” για να ξεχαστούν όταν οι μικροί λαϊκιστές που έχει ο καθείς μες το μικρόκοσμο του τραβάει με τα τρύπια κουβαδάκια του για τη δική του ευκολία και τη παραλία.

Γηράσκει και διδάσκεται μαθήματα, δεν έχουν όλα κακή γεύση.

(συνεχίζεται προσεχώς)

* Από μνήμης στίχος από μνήμης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ