ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ
Θα ζούσε ή θα πέθαινε η μάνα, ένα χωνί που μέσα του κυλούσε μόνο αγωνία. Λίγο πριν τα δεκαπέντε της, μία μέρα μεσημέρι θα γύριζε από το σχολείο και εκείνη δεν θα ήταν πια εκεί. Δεν ήταν απ΄αυτές που πήγαιναν καμιά βόλτα, με φίλες, σε τίποτα χαρτοπαιξία ή καφέ. Ήταν αφοσιωμένη, ανίκανη να ξεφύγει από τον απώτερο σκοπό της να είναι η καλύτερη, η άφταστη νοικοκυρά.
Ήταν Ιούνιος, μεγάλες μέρες και μεγάλες απαιτήσεις που η κόρη έβρισκε ένα τρόπο να τις σπάει σε κομμάτια, να τις σηκώνει, να τις φέρνει πέρα, να μην σκέφτεται. Γιατί σκεφτότανε πολύ. Έκανε ερωτήματα, έδινε μόνη απαντήσεις, κατέληγε μοιραία σε αριθμούς, καλούς βαθμούς. Καλή μαθήτρια, καλό παιδί, σπάνια λέει όχι, ούτε αφήνει τις αιχμές που της τρυπάνε το μυαλό. Παρουσιάζει πάντα κάτι στρογγυλό και λείο προς τα έξω. Πρόβλημα κανένα.
Είχαν μετακομίσει για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο παραλιακό, κοντά η Αθήνα κι οι υποχρεώσεις, έδινε ακόμα εξετάσεις αλλά υπήρχε και το σχολικό που εξυπηρετούσε. Όπως η προθυμία της να πηγαινοέρχεται από τα βόρεια στα νότια. Ευχάριστα κυλούσε ο χρόνος στο λεωφορείο. Όσο κρατούσε η διαδρομή, χαλάρωνε, δεν χρειαζόταν να αποδεικνύει κάτι. Καθώς μετακινιόταν χωρίς να κάνει η ίδια τίποτα, παραδινόταν στην αχαλίνωτή της φαντασία.
Προχωρημένο μεσημέρι γύρισε στο ξενοδοχείο. Αρχή καλοκαιριού και η τραπεζαρία άδεια. Έκατσε, έφαγε κάτι ελαφρύ, αργότερα θα πήγαινε και για κολύμπι, καιρός για διάβασμα υπήρχε αρκετός. Επάνω, στο δωμάτιο δεν ήτανε κανείς, αλλά δεν ήταν και παράξενο. Θα τους περίμενε να επιστρέψουν.
Η αναμονή δεν έφερε κανέναν ούτε και τηλέφωνο, έστω ένα μήνυμα από τη ρεσεψιόν. Κρατούσαν δυο δωμάτια, είχε και για τα δύο κλειδιά, τα περιδιάβασε πολλές φορές χωρίς σκοπό, έβγαινε στο μπαλκόνι, τίποτα. Μασούλησε και κάνα δυο μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα.
Αργότερα ξεπρόβαλε η θεία νάρχεται ιδρωμένη, μουτρωμένη, βιαστική. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Διάβασε η κόρη την εικόνα απ΄το μπαλκόνι που κοιτόύσε. Ο δρόμος που όλο και πλησίαζε η γυναίκα, γράφτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη. Το τσίτι που φορούσε, άσπρο, μπλε και πράσινο, αμάνικο το φόρεμα, παπούτσια στραβοπατημένα, ποιος νοιαζόταν για τη θεία, ψυχοκόρη, και οικιακή βοηθό;
Τροχός που έκανε πολλά να κυλούν στην οικογένειά της, κάτι σαν βοηθητική αλλά όχι απαραίτητη, ούτε με αναγνωρισμένο κύρος ή σημασία ιδιαίτερη. Τώρα πλησίαζε μέσα στο απογεματινό λιοπύρι για να αναγγείλει θάνατο στην έφηβη που στεκόταν στον εξώστη του ορόφου σε δωμάτιο ξενοδοχείου.
Είχε πεθάνει η μάνα. Με τρόπο ούτε πλάγιο ή διπλωματικό, διανθισμένο με αγκαλιές ή δάκρυα θα μάθαινε η κόρη ότι η μητέρα δεν θα επέστρεφε ποτέ, και τέρμα. “Πέθανε η μαμά σου”.
Ήταν αναμενόμενο αλλά και όχι. Άρρωστη από χρόνια, συνέχιζε και νόμιζε πως άντεχε. Εκείνο το πρωί ξεκίνησε με το αυτοκίνητό της, δουλειές και διαδρομές και όνειρα όπως πάντα. Ο άντρας να την αγαπούσε, να έλαμπε το ίδιο βράδυ που θα έβγαιναν, τάχα στο τέλος όλα να πήγαιναν καλύτερα παρ΄όλο ότι καμία πρόβλεψη δεν προέκυπτε ούτε από τη πλευρά γιατρών ούτε και της λογικής. Ούτε για την υγεία της ούτε και για τον ανεπιστρεπτί φευγάτο πνεύματι αν όχι σώματι, τύποις ακόμα σύζυγό της.