Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΟΥ ΚΟΡΤΩ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

katerina corteau

H ιστορία της μητέρας του Αύγουστου Κορτώ, έτσι όπως «την βρήκε» – και την ίδια κυριολεκτικά, και αφού είχε εκπνεύσει- αλλά και συμβολικά, όπως την συνάντησε μέσα από την ιστορία της πολύπαθης ζωής της, έτσι όπως έσκυψε με στοργή και γενναιόδωρη κατανόηση, προφανώς και με εμβριθή όσο και έμψυχη μελέτη του ιστορικού που καθόρισε τραγικά τη γυναίκα, έτσι όπως «την βρήκε ο γιος της», την είδαμε και πάνω στη σκηνή του θεάτρου «Θησείον».

Η Λένα Παπαληγούρα ανέβηκε στη σκηνή και χαμογέλασε στο κοινό. Πριν αρχίσει καν να διηγείται τον μονόλογο που θα την πήγαινε από το θάνατο πίσω στη ζωή – γιατί την φέρνει στη ζωή και το κείμενο που βασίστηκε το έργο, «Το Βιβλίο της Κατερίνας» και η σκηνική του διασκευή- το ρίγος μας διαπέρασε. Ένα χαμόγελο αιχμηρό, συνωμοτικό, πικρό, αυτοσαρκαστικό. Σαν να ήθελε να μοιραστεί μαζί μας ένα «ξέρω». Σαν να ήθελε να μας κοινωνήσει την εσωτερική της φουρτούνα, την εναλλαγή φωτός και σκοταδιού, (φακοί αναβοσβήνουν στη σκηνή) σαν να ήθελε με το χαμόγελό της και τη λάμψη στα μάτια να αφήσει τελικά και σ΄ εμάς το μήνυμα που άφησε στο γιο της:

«Ελπίζω ν΄αγαπήσετε κι εσείς, όσο εγώ εκείνον»…
Το ίδιο μήνυμα, εκπέμπει και ο γιος της αληθινής Κατερίνας Χατζοπούλου, Πέτρος, γνωστός ως Αύγουστος Κορτώ, «τοις κείνης ρήμασι πειθόμενος». Τόσο με το λογοτεχνικό του έργο, όσο και με τις δημόσια εκφερόμενες απόψεις του για τη ζωή, τη κοινωνία, το δικαίωμα του αγαπάν όποιον τραβάει το κορμί και η καρδιά μας, τη βιωματική και όχι μόνο έντεχνη μυθοπλαστική του ματιά στη ψυχική αρρώστια. Όσο αντέχει, όσο γνωρίζει, τραβάει το χαλί της υποκρισίας κάτω από τα πόδια μας, ανοίγει διάπλατα αυλαία.

Ντροπή, ενοχή, κοινωνική κατακραυγή και αμέλεια, που συνήθως πλαισιώνουν την ψυχική διαταραχή, σκορπάνε. Τη θέση τους παίρνουν η κατανόηση, η αποδοχή, ακόμα και συγχώρεση για τα «αμαρτήματα ακούσια τε και εκούσια» των άρρωστων. Αυτοί που κουβαλάνε σαν σταυρό τον πόνο και την παράνοια ετούτης της ζωής, μέχρι θανάτου. Αυτοί είναι οι ψυχικά ασθενείς, φορείς όλου του άχθους της ζωής και του πάγκοινου πόνου χωρίς κανένα αναισθητικό. Και ο Κορτώ, κι ας μην έγινε γιατρός όπως θα ήθελε η μάνα, μπήγει με θάρρος το νυστέρι, ανατέμνει και αποκαλύπτει. Θεραπεύει, και όχι μόνο τη τέχνη.

Αυτή ήταν η αίσθηση μου, καθώς ερχόμουν ακόμα μια φορά σε επαφή με το κείμενο ως θεατρική παρουσίαση, εκτός από τις δύο απανωτές -και απνευστί- αναγνώσεις που είχαν προηγηθεί. Συγκίνηση και πόνος μπρος στην κοφτερή, την αδυσώπητη αλήθεια, να μας προσφέρονται ετούτη τη φορά επί σκηνής. Σαν φάρμακα κι αντίδοτα για ένα τραύμα ύπουλο, μπουνιά στην συναισθηματική εκκρεμότητα του ραγισμένου καθρέφτη, χαρακίρι.

Η αίσθηση ότι όλο αυτό το κοινό που συρρέει κάθε βράδυ και μεσάνυχτα, και παραμένει κατανυκτικό όση ώρα μία ψυχοπαθής, γυναίκα και μητέρα, κόρη και σύζυγος, εγγονή και παρακλάδι μιας πατρικής οικογένειας διαταραγμένης, «επιστρέφει» στη ζωή∙ όλος αυτός ο κόσμος είτε προσέρχεται μ΄αυτή τη διάθεση (είτε και όχι, υποθέτω) σέβεται, συμπάσχει με την ηρωΐδα της σκηνής. Αιτιολογεί τα πάθη της, τις αντιδράσεις της, κατανοεί το πώς και το γιατί έφτασε ως εκεί, στην θαρραλέα –κατά μία έννοια- πράξη της οριστικής φυγής από την ανυπόφορη ζωή. Τη ύψιστη πράξη βίας προς έναν εαυτό που παραβιάστηκε ισόβια από σκέψεις, αισθήματα και αισθήσεις τέτοιας οξύτητας που ο φόβος του αγνώστου να υποσκελιστεί, να μοιάζει η μοναδική διέξοδος ο θάνατος, ως ανακούφιση της ίδιας της αυτόχειρας γυναίκας όσο και των δικών της. Το προφανώς πιο επώδυνο γεγονός της ζωής του συγγραφέα, η απόρριψη της ζωής που περιείχε και τον ίδιο, προϋποθέτει κατάθεση ψυχής, είναι αυτονόητο. Αλλά και οι συντελεστές της παράστασης μεταδίδουν άψογα, με σεβασμό στα πάθη -όσο ακριβώς και στην αλήθεια- την αίσθηση αυτή.

Η αυλαία που ανοίγει η παράσταση είναι αναίρεση, ξεσκέπασμα του «άλλου» θεάτρου που παίζεται πίσω από κλειστές πόρτες –ποιος ξέρει άραγε πόσων- σπιτιών. «Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό, είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ…», έλεγε πριν από 50 χρόνια ο Δημήτρης Μυράτ, προλογίζοντας την παράσταση του θεατρικού έργου του Λουίτζι Πιραντέλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»… Αυτό το έργο μας αφορά και βγάζει στο φως την ψυχική αρρώστια που είτε έχει διαγνωστεί είτε όχι, είτε έχει αντιμετωπιστεί είτε κακοφορμίζει ισόβια, φωλιάζει στις σκοτεινές γωνιές της σύγχρονης οικογενειακής εστίας.

Μόνο γι αυτό το γεγονός γίνεται πολιτική πράξη, αντιρατσιστική για τον στιγματισμό, τις ταμπέλες, την υποκρισία, τον ατομικό όσο και κοινωνικό εξορκισμό. Πιο απλά, απομυθοποιεί αυτό που μπορεί να συμβαίνει μέσα μας, μες το σπίτι μας, στη γειτονιά μας ενώ γεμάτοι έκπληξη όποτε ξεσπάει ως γεγονός με βία, καταλυτική και αμετάκλητη, το πλαισιώνουμε με λόγια κλισέ. Και προχωράμε τη ζωή χωρίς να ακούμε τη φωνή της ύστατης διαμαρτυρίας των αποκλεισμένων από την «κανονική» ζωή, εάν υπάρχει τέτοια. Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πόσο θυμό, πόση υποτίμηση, πόση εγκατάλειψη είχαν πιο πριν βιώσει τα θύματα του εαυτού τους, οι αυτόχειρες, οι πάσχοντες, οι ζωντανοί που απομένουνε μαζί.

Ο ρατσισμός ως γνωστόν δεν είναι φρούτο που ξεπήδησε από παρθενογένεση. «Εγώ κυρία μου είμαι οικογενειαρχίδα» (!) μου είχε πει κάποτε μια άγνωστη γυναίκα σε ένα περιστατικό τυχαίο, για να μπω λίγο στην άλλη πτυχή, την υπέροχη, χιουμοριστική του Κορτώ. Που σκόπιμα ή όχι -αλλά σίγουρα με την λεπτότατη ευαισθησία του κατά βάθος μελαγχολικού γελωτοποιού- επιστρατεύει. Κληρονομιά, άλλωστε που του κατέλειπε, η ίδια η μαμά Κατερίνα. Ο πάσχων που ξέρει ότι βασανίζει τους οικείους του, είτε ως άρρωστος, ή στην περίπτωση του Κορτώ ως αφηγητή, διανθίζει με γέλιο τα πράματα για να μας ελαφρύνει το βάρος της κατάστασης, να μας απενοχοποιήσει. Να μετατρέψει την «υπομανία» που εναλλάσσεται με την κατάθλιψη του διπολισμού σε γέλιο, να σβήσει από την μνήμη την οδύνη, να αναστρέψει την ζοφερή εικόνα.

Για να επανέλθω έτσι, στο χαρακτήρα της Κατερίνας που σκιαγραφείται περισσότερα από πειστικά χάρη στον σκηνοθέτη Νανούρη, στην πρωταγωνίστρια Παπαληγούρα και στα μουσικά σχόλια του Λόλεκ που συνοδεύουν σαν διάλογος και άλλος ρόλος στη σκηνή. Η γυναίκα με τη βαριά –κακή- κληρονομιά και την αμελή πατρική οικογένεια, με τους πολλαπλούς ρόλους που κλήθηκε να παίξει, η γυναίκα αυτή, τάπαιξε… Μια νύχτα, το σκοτάδι την νίκησε και την κατάπιε, μπήκε στο στόμα του αυτοβούλως, αφήνοντας πίσω της μια παρακαταθήκη αγάπης που ο γιος μεταλαμπαδεύει.

Η γυναίκα που τάπαιξε και αυτοκτόνησε, και πέρασε το αποφασιστικό κατώφλι της ζωής, γυμνή απέναντί του, έτσι όπως γεννήθηκε, έφυγε, και επιστρέφει κάτω από το στοργικό βλέμμα του γιου και βιογράφου της, του συγγραφέα. Ο Κορτώ αρχικά, αλλά και οι συντελεστές της παράστασης αποφεύγουν δύο εξαιρετικά σοβαρές παγίδες. Τόσο της εξιδανίκευσής της ηρωίδας , όσο και στον αντίποδά της, αντιδράσεις συνηθισμένες και στη ζωή και στις post mortem λογοτεχνικές αναφορές, δηλ. ένα πένθος ή/κι έναν θυμό στρεβλωμένο. Που παίρνει σβάρνα δικαίους και αδίκους, καθώς οι ψυχολογικές άμυνες εμποδίζουν τόσο την έκφρασή του, όσο και την ουσιαστική συγχώρεση από τους επιβιώσαντες οικείους. Ό,τι αποδίδεται σαν ευθύνη και φταίξιμο είναι τόσο χειροπιαστό –και άρα πειστικό- που αποκλείονται τα υπερφορτισμένα συναισθήματα.

Γιατί ο γιος, με το βιβλίο της Κατερίνας όπως και το θεατρικό έργο, υπερασπίζεται ένα δίκιο που δεν ήξερε η ίδια πώς να διεκδικήσει στη ζωή. Αναβιώνει ανατριχιαστικά τις εκφάνσεις της αρρώστιας, λυτρώνει τους συν-ασθενείς που βασανίζονται κι αυτοί από έναν παρόμοιο πόνο. Γιατρός του ψυχικού πόνου ο Κορτώ αλλά και «δικηγόρος» που υπερασπίζεται εκτός από την ίδια άλλες/άλλους συμπάσχοντες χωρίς φωνή και δικαιώματα.

Καθώς πλησιάζει το Πάσχα η γυναίκα αυτή, παραπέμπει σε μια αντίστροφη Παναγιά, με το παιδί της να την φροντίζει και να τη συνοδεύει ως τον κάτω κόσμο, να την ανασταίνει. Μια «Παναγιά» που όχι μόνο δεν ήταν αναμάρτητη αλλά επιβαρυμένη σύμφωνα με τη θρησκεία με το υπέρτατο αμάρτημα, της αυτοχειρίας. Να εμφανίζεται ο πραγματικός εκείνος θάνατος σαν «θυσία», μια αφορμή να ειπωθούν –γραπτά αλλά και κυριολεκτικά, στο θέατρο- με λόγο και αναπαράσταση, αυτά που αποσιωπήθηκαν, αυτά που ακόμα αποσιωπώνται.

Αυτή η Κατερίνα ξαναζεί
«κι ο θάνατος» (της) εξουσία δεν έχει»…