Μία φορά κι έναν καιρό κάποιος έτυχε να γεννηθεί σε μία παραλία. Μιλάμε ότι ο Ρωβινσώνας Κρούσος θα τον ζήλευε πολύ. Όλα τα είχε, τυρκουάζ νερά και αμμουδιά ξανθιά στα πόδια του, ψαράκι φρέσκο που το έπιανε και το μαγείρευε ή τόλιαζε και χόρταινε. Και νύχτες λαγαρές και ξάστερες όπου μπορούσε να ανάβει τις φωτιές του εκεί και να τραγουδάει τη θάλασσα.
Τη θάλασσα που την έλεγε «δική του».
Και έφτιαξε και βάρκες και πλεούμενα και την ταξίδεψε με χάρη. Από την θάλασσά «του» έφτασε μακριά και εξερευνούσε και κατάκτησε άλλες θάλασσες και άλλες παραλίες που τις ονόμασε κι αυτές «δικές του».
Έφτιαξε στόλους και τριήρεις (κάτι για δούλους στο κουπί ας αποσιωπηθεί προς το παρόν).
Και με τους στόλους, με πανιά και με κουπιά και με βενζίνες, αφού ταξίδεψε και αφού χόρτασε και από ψάρι και από όλα τα καλά, έφτασε η δεκαετία του ’60, του ’70, του΄80.
Ηρθανε ξένοι κινηματογραφιστές και στην παραλία έφτιαξαν έργα για το σινεμά, τι κορίτσια και δελφίνια, τι Στέλλες με μαχαίρια, τι κόκκινα φανάρια και ναυτάκια καυλωμένα, όλη η υφήλιος είδε τότε, έξαφνα, στην άκρη αυτού του κόσμου μια παραλία, ένα λιμάνι αμαρτωλό και είδε και καραβοκύρηδες παρέα με πριμαντόνες ν΄ αλωνίζουν.
Είδε τον κόσμο να χορεύει τα συρτάκια, αδελφωμένους φίλους παρά θιν αλός να ξεφαντώνουν, και στο καπάκι ακούστηκε. «εδώ γεννήθηκε το δράμα, εδώ η κωμωδία και η σάτιρα, εδώ κοντά οι Ολύμπιοι θεοί, εδώ και … ο Ωνάσης.»
Κι άρχισαν τότε οι πονηροί οι πράκτορες, οι ξενοδόχοι και οι εκείνοι που πουλάγανε κρουαζιέρες, όλοι μαζί πουλάγανε μπουκιά μπουκιά, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και καμακολεβεντονιούς.
Κάθε Ροδίτης και μια βόρεια γκόμενα, ο κάθε Μυκονιάτης κι από rooms to let, ο κάθε Κρητικός και σουβλατζής, ο κάθε Υδραίος απόγονος από γενιά καλή και τάχα επαναστάτης. Τίποτα δεν απέμεινε να μην πωλείται ακριβά.
Τα αεροπλάνα έρχονταν και έφευγαν γεμάτα αναμνήσεις.
Το όνειρο των μεσόγειων διακοπών τα είχε όλα για όλα. Πρωί και απόγεμα στη θάλασσα να κολυμπάς, να λιάζεσαι να ψήνεσαι και να μαυρίζεις, το μεσημέρι μπύρες, ούζα και μεζές, τη νύχτα θέατρο από την ίδια την πηγή που το ξεγέννησε, τη νύχτα ό,τι ήθελες, ντίσκο και άγριο σεξ στις παραλίες. Μπουζούκι, περηφάνια και κρεβάτια αχνιστά, τι άλλο θέλει ο άνθρωπος ο βόρειος για να ξανάρθει;
Περήφανοι οι Ρόδιοι, οι Κρήτες, οι Επτανήσιοι και οι της Χαλκιδικής, από ψαράδες γίνανε νοικοκυραίοι. Δεν πα να γαμηθούνε όλοι, είπανε και στις παράλιες ακτές η αρπαχτή έκανε κάθε μέρα πάρτυ.
Εκτός από ξενώνες και δωμάτια, εκτός από πανάκριβα καφέ και ντισκοτέκ, χτίσαν κι οι ίδιοι, ο καθείς και μια παράγκα, ή μια βίλα, μαιζονέτα τέλος πάντων.
Κάνανε και πισίνες όπου θάλασσα δεν είχε δίπλα τους. Αλλά κι αυτό ας αποσιωπηθεί προς το παρόν.
Αυτός που τον γέννησε θαρρείς η θάλασσα, τη θάλασσα μαγάρισε, την παραλία έχτισε, σκουπίδια της απίθωσε, πετρέλαια της έχυσε και πλαστικές σακούλες το βυθό της γέμισε. Και παρόλα αυτά, επέμενε, την πούλαγε, σε ξένους ακριβά και στους δικούς του ακριβότερα ακόμα. Μαζί με όλο το πακέτο, greek lover, greek kamaki, greek souvlaki and syrtaki. Και ειδικά τα δύο πρώτα τον έκαναν περήφανο, γαμούσε κι έδερνε τις γκόμενες και γκόμενους που ήταν μεν πιο πλούσιοι αλλά στη χώρα τους δεν είχαν ούτε ήλιο, ούτε ψάρι λούτσο, ούτε π*%$#!
Κι έτσι ήταν και ευχαριστημένος και γέμιζε η τσέπη του. Ηλίθιοι κουτόφραγκοι, ανόητοι, ξενέρωτοι, οι ξανθομπάμπουρες με άσπρη κάλτσα και το πέδιλο, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι κι άλλοι, ελάτε από δω πουλάκια μου, την παραλία (μου) ακριβά θα σας πουλήσω, την γοητεία μου ακριβότερα, το κέφι μου, το μπρίο μου, το ώπα , το μεθύσι μου, είμαι Ζορμπάς, είμαι Ρωμιός, είμαι απόγονος του Ευριπίδη, του Σωκράτη και του Περικλή, έχω στη τσέπη ναυμαχίες, Σαλαμίνες, τους βάρβαρους πολλές φορές τους νίκησα, η θάλασσα, η θάλαττα που έμαθα από παιδί, είναι δική μου φώναζε με οργασμό στο σώμα στη ψυχή, τη θάλασσα εγώ άμα θέλω την διαβαίνω, κι άμα θέλω την πουλάω.
To be continued
May 15, 2014
Categories: Uncategorized . Tags: παραμύθια . Author: maria i. . Comments: 3 Comments