Η ΠΟΙΗΣΗ* ΚΑΙ Η ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ

tiziano-3

 

 

Από κάπου σε ξέρω.

Σοκολατάκια, κάλτσες, αστυνομικά

προφητείες, ληστείες, ειδήσεις

και εικασίες μόνο

Μόνο αν μπω στο σπίτι σου θα σε αναγνωρίσω

αν μου επιτρέψουν οι γιαπωνέζοι που συνωστίζονται με ύφος I was there

 

Στην εποχή σου

τα προξενιά ανάμεσα στα εύφορα σπίτια

επικυρώνονταν με ένα πορτρέτο της νύφης

 

Το αλάνθαστα δικό σου

δεν θα αποκωδικοποιηθεί

με  wikki, wi fi, πληροφορίες και τα why

δεν θα τα απαντήσω

έχεις ήδη εκτεθεί, πολύ

 

Παρθένα που δεν ενέπνευσε ποτέ ζωγράφο

χέρια σε στάση υπακοής

ανέγγιχτο από τον ήλιο άσπρο

και σκοτεινό περίγραμμα,

συννεφιασμένο από μάταια αναμονή, προικώο

 

Μπας κι έχει πάρει το μάτι σου τις μαινάδες

ή τη Μαγδαληνή;

 

Γειτόνισσες, μπορεί στο ίδιο το μουσείο,

χωρίς ευγενικό μειδίαμα

Σάλια, ρυτίδες, σπασμοί και ανεστραμμένες κόρες.

 

Εικόνες που είχε ζήσει ο ζωγράφος

μαζί τους.

 

Αυτές δε γίνανε ποτέ συσκευασία

Και το μυστήριό τους εν ζωή

 

 *Ποίηση, στην Αναγέννηση, σειρά από εικαστικά έργα εμπνευσμένα από τη μυθολογία

ποιητικά άνυδρο συνήθως το θέρος αλλά…

Εικόνα002

Παρ΄όλα αυτά μία έκπληξη,  μεσούντος καλοκαιριού, δημοσιεύτηκαν τρία ποιήματά μου στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση   e poema, στο τελευταίο τεύχος. Τα αναρτώ στη συνέχεια, εδώ.

Αλλά συνιστώ τα διαβαστούν από κει που φιλοξενούνται και ποιητές μεγάλοι αλλά και άλλοι νέοι, που ίσως εκεί να τους γνωρίσετε για πρώτη φορά.

Παρά που υιοθετώ την άποψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αν δεν κάνω λάθος, που έλεγε ότι η μόνη συντροφιά που χρειάζεται για την ανάγνωση της ποίησης είναι …ένα μικρό πορτατίφ, εκεί η παρέα είναι καλή, το περιβάλλον φιλόξενο και το φως άπλετο.

Σαν τα τοπία των διακοπών.

REQUIEM ΚΑΘΩΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΚΤΕΣ

dorothea-lange_migrant-mother-composite photo dorothea lange

 

Μέρες στο σαπιοκάραβο πάλεψα με τον ουρανό που άφηνα

Μέρες και νύχτες με τον άγνωστο ουρανό

Εκείνος έφυγε αμέσως, εκείνος πήγε αλλού

Έμεινα εγώ κι εσύ, μικρό κι ανήμπορο

Μέσα στη βάρκα μέρες με δίψα και τα περιττώματα των άλλων

Κι εσύ δεν είχες λόγια να μου πεις

μόνο ένα στόμα που με έψαχνε, όχι εμένα,

το στήθος μου

Και δόξαζα τον Αλλάχ που είχα στήθος και που γεννήθηκα με την τροφή μέσα στο σώμα μου

Και μέτραγα τα κύματα, και πήγαινα και έφερνα την πίστη μου στη θάλασσα που χώριζε

Και προσευχόμουν να μην μας χωρίσει για πάντα

 Αλλά εκείνο που δεν μπορώ ακόμα να αντέξω

είναι που ποτέ δεν θα σου πω για αυτή την εκδρομή,

ποτέ δεν θα σου πω για το γαλάζιο που είχε ο ουρανός, ο δικός μας

τότε που είπαμε θα πάμε κάτω από άλλο ουρανό.

Όταν πήρα σε έναν μπόγο, τη γλώσσα μου και την ελπίδα μου, και τον πόνο μου

Όταν αποχαιρέταγα τον άντρα που αγάπησα, και που θα αγαπάγαμε μαζί, εσύ κι εγώ.

Και όσο κράτησε το ταξίδι, κατέβαζα γάλα από το πουθενά, αφού μόνο αλμύρα έπινα

Δεν σε έδωσα ποτέ σε ξένα χέρια

Καθόμουν εκεί αμίλητη και μόνο σου χαμογελούσα, ήμουν η μόνη ασυνόδευτη γυναίκα με παιδί

Και με φρόντιζαν και με κοίταζαν με συμπάθεια, δε λέω,

Με ρωτούσαν συνέχεια αν διψάω, με ρωτούσαν για σένα και για τον πατέρα

Στο πρώτο μόνο απαντούσα

 

Και πότε-πότε έβλεπα λίγο αίμα στο σανίδι

και ήξερα ότι έσταζε  απ’ το χαμόγελό μου

 

αλλά το μόνο που φοβόμουν ήταν

μην και λιγοστέψει το δικό σου γάλα.

BLANK

 

 

 

 ad

 

 

Ζωγραφίζω το θάνατο όμορφο, άσπρο

με άσπρο μολύβι, σε άσπρο χαρτί.

Λέω

δεν πέρασε από δω ποτέ

ή

όταν ξανάρθει δεν  θα ξαναφύγει μόνος.

ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ

 

Εικόνα043

Ο,τι έχω από ποιήματα,

ό,τι έχω από βήματα

το ένα θα φορέσω μέσα στο άλλο.

Να μην βραχούν τα πόδια,

να μην βρομίσει η καρδιά.

Θα σου τα δώσω έτσι,

έτσι κουτσά και μπαλωμένα

και με λέηζερ αναίμακτο

τα δυο θα γίνουν ένα.

ο δυσκολος ενας

 

37124128_lostinthebigcity1 

 photo

 http://i.pbase.com/u48/klaudio/large/37124128.Lostinthebigcity.jpg

 

 

‘Εφυγα γιατί έπρεπε να φύγω

να καταφύγω και κατέφυγα.

Παραλιακή πόλη, συγκοινωνίες κομμένες

αντιστοιχίες, τίποτα

κατέφυγα σε ένα πάρτυ παιδικό

έχασα τον προσανατολισμό μου

γέμισε το σπίτι το ξένο από παιδιά που ήταν όρθια

και ήταν φυσικό να είναι όλα εκεί

-εγώ δεν είχα θέση-

εγώ δεν είχα τσάντα, κινητό, γυαλιά

τα είχα, το ήξερα, αλλά δεν τα είχα

είχα μια τσάντα παιδική, a doll within a doll

άρχισα να ψάχνω

σελλοτέιπ, μανταλάκια και σκόνη, παλιά, μαλλιά μαύρα

ξηλωμένη φόδρα και μεγάλη βεράντα με μεγάλες τρύπες, άφοβες.

Και ξαφνικά στο δρόμο,

δρόμο που έπρεπε να φύγω

και η μπουλντόζα, χωρίς πεζοδρόμιο

απέναντί μου

ταξί φωτισμένα στην απέναντι πάντα λωρίδα

λεωφορεία χλωμά

και το ταξί που μπήκα τριπλοκούρσα

το οδηγούσε το τραβερστί που ήξερα

και έδινε τα ρέστα ανάμεσα από δύο ψάθινες βεντάλιες, καθαρές

 

 

Και μόλις έφυγα άκουσα από μέσα τη φωνή καθαρή

«η Μαρία…»

 

 

light

 

 

 

Φοβάμαι μήπως βουτήξω σε ένα βαθύ βιβλίο

-τώρα που περιμένει στη γωνία, μία ρηχή πισίνα, η ευκολία-

φοβάμαι μήπως και δεν είμαι πια εγώ

τώρα που σχεδιάζω στο χαρτί αντί στο χάρτη

φοβάμαι μήπως βγάλω ρίζες και δεν ακούω τη μουσική από τα φύλλα

φοβάμαι αυτή την πόρτα ανοιχτή

μήπως την κοιτάζω από μέσα

και μου φτάνει.

Τώρα που ξαναμπήκα σπίτι μου.

 

Φοβάμαι τις λέξεις που γράφονται

σε μάρμαρο λείο.