Τρίζει ακόμα το πάτωμα, για δες…
παρόλο που δεν τα κάνουν πια από σανίδι
τρίζει κι ο χρόνος κάτω από τα πόδια
Φεύγω.
Βελούδο κόκκινο, καθίσματα λειψά
χειροκροτήματα
A Dio
σε ποιο θεό;
σε ποιον θεό πηγαίνω;
θα πετάξω
μια απογείωση ακόμα
κι ύστερα, όταν θα προσγειωθώ ξανά,
ξανά σανίδι γύρω μου, αστείο ε;
Γελάγαν κάποτε
όταν από αυτή εδώ την απλωσιά
παρίστανα, παρίστανα, ήμουν ποτέ; πού ήμουν;
θυμάμαι κοίταζα ψηλά
και πάντα πίστευα πως ήταν αετώματα
τα σκηνικά, κάθε φορά αετώματα
το έργο που έπαιζα δεν είχε και καμία σημασία
έτσι εξόρκιζα πάντα τα διλήμματα:
«ποιόν αγαπάς πιο πολύ»
«να μείνεις ή να φύγεις»
αλλά η αγάπη κι η απουσία
από ένα άλφα και οι δυό
και η φυγή κι ο φόβος, από φι
άλφα η πόλη μου
φι η φωτιά μου
άλφα το τέλος,
απογείωση ξανά
Αετώματα παρόντα, οι διάδρομοι, η μουσική, όλα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν, κι εγώ θα πρέπει να υποδυθώ ακόμα έναν ρόλο. Και τρίζει πάλι πλάγια η πόρτα του καμαρινιού, τρίτο κουδούνι κι εγώ ακόμα μεγαλεία, ονειρεύομαι ή ερωτεύομαι, μπερδεύτηκαν κι οι τελευταίες λέξεις.
Έρχεται ο χρόνος να με πάρει, με λιμουζίνα έρχεται και ίσως και με δημόσια δαπάνη.
άδικα σε περίμενα κι εσένα, νάρθεις να με πάρεις;
άδικα τους μελέταγα τους χάρτες για να παίξω, δρόμο-δρόμο, το ρόλο του άριστου συνοδηγού;
άδικα έμαθα τα λόγια σου απέξω κι ανακατωτά;
άδικα πρόβαρα το κόκκινο κουστούμι, και γυμναζόμουν, και δοκίμαζα τα μακιγιάζ, και άλλαζα ταχύτητες;
άδικα, άλλη μια λέξη από άλφα
άλλη μια γεύση αλμυρή
άλλο ένα ξόδεμα-το ξόδι
όχι, δεν παίζω με τις λέξεις
βρε σκηνή μου,
ρόλο παίζω
Αυλαία-τέλος και υπόκλιση καμία
όχι δεν θα υποκλιθώ, κοινό.
Θα υποκριθώ, όχι δεν θα υποκριθώ
ούτε και θα αποκριθώ
όλες τις λέξεις που εξόρυξα σου αφήνω.
Στον χρόνο που τρίζει πλάγια, καθώς η σκηνή αυτή φεύγει, σβήνει, the end, προβάλλεται,
Σε ξένη γλώσσα, πάω να τελειώσω.
και μην χειροκροτήσετε παρακαλώ
Δευτέρα, απόψε και δεν παίζουμε.
Πρόβα, γενική.