έξοδος

https://youtu.be/dkGbomI9WHY?si=Ywsh90FMeTv2ETU5

Η δυνατότητα του λόγου να δονεί και εκτός βιβλίων. Συνέβη από τότε που κλήθηκα να μπω μέσα σε ένα ποίημα του Διονυσίου Σολωμού για να το ξεστομίσω μπροστά σ΄ολόκληρο σχολείο. Ο δάσκαλός με είχε επιλέξει αφού μας έμπασε στο νόημα του δεκαπεντασύλλαβου όταν μας σύστηνε στη ταπεινότητα που αρμόζει “στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη”.

Την ώρα της απαγγελίας τους ψιθύρισα τους στίχους, αλλά τους πέρασα απέναντι; Όχι, μου απάντησε ο δάσκαλος θα έπρεπε να είχα υψώσει τον τόνο. Τα λόγια εν τούτοις με είχαν διασχίσει, ο ρυθμός, και κάτι αδιευκρίνιστο, πρωτόγνωρο, μια απογείωση από τον τόπο και το χρόνο ή τη συνθήκη της αδιάφορης γιορτής.

Έκτοτε, το κριτήριο για τη συμμετοχή σε συναυλία ή παράσταση είναι η επαναφορά της αίσθησης εκείνης. Μέσα σε ακροατήρια και πλήθη κόσμου, μια στιγμή που όλες οι ανάσες είναι κρατημένες. Μία σιωπή που κρέμεται σε χείλη ερμηνευτών. Και στο κοινό κανείς δεν ανακάθεται, δεν βήχει ούτε ξεροκαταπίνει.

Είναι το σήμα ότι το στοίχημα κερδήθηκε, ότι οι επί σκηνής τα δώσαν όλα και τα πήραν πίσω. Ένα ηλεκτρικό φορτίο αόρατο. Γιατί τότε διευθύνει ο μαέστρος όλες τις καρδιές για μια ανάβαση στο τίποτα: η ένδον μας κυκλοφορία στη μήτρα και στη θάλασσα.

Στα γεγονότα όμως. Ανήμερα το απόγεμα ακούω στο ραδιόφωνο τη μελοποίηση του Μάντζαρου ολόκληρου του Ύμνου και για το βράδυ έχω εξασφαλίσει ένα από τα τελευταία διαθέσιμα εισιτήρια για μία συναυλία μοναδική. Ξυδάκης στην Εθνική Πινακοθήκη. Επιστολή στον κύριο Γεώργιο Δε Ρώσση.

Διαπιστώνω -εκτός απ΄την εξαίσια μουσική και διακριτική παρουσία του συνθέτη -το γιατί χτυπάει φλέβα ο Σολωμός. Ο κατά τύχη γεννημένος γιος μια υπηρέτριας, ο αποσυνάγωγος. Αυτός που οι πιο στενοί του συγγενείς ήθελαν να του αποσπάσουν ό,τι απέκτησε με πόνο, ακόμα και το ίδιο το δικαίωμα να είναι γιος και καρπωτής ενός πατέρα ξένου: ο Σολομός -και αφήνω κατά μέρος τον ιστορικό περίγυρο ή το ρομαντισμό σαν κίνημα – πρώτα πλησίασε, αφουγκράστηκε, κουβέντιασε κι αγάπησε πουλιά και φύλλα, τη θάλασσα και βέβαια τη μάνα. Σαν πρωτοπόρος οικολόγος και σαν φεμινιστής μετέγραψε το αίσθημα σε μουσική φτιαγμένη από λόγο. Δόξασε τη ζωή και τις αξίες της όσο κανένας, μέσα από το ζωντανό του θάνατο.

Και οι γυναίκες, όλες αντρειωμένες -και δεν υπάρχει πιο μεγάλο όνομα και τίτλος – η Ελλάδα, η Ελευθερία και η Δόξα, είναι οι μανάδες του Μεσολογγίου που ζηλεύουν τα πουλιά για τα σπυριά που εξασφαλίζουν στα παιδιά τους, είναι οι καπετάνισσες της Επανάστασης, είναι αυτή που ανεβαίνει στα βουνά, αυτή που εντοπίζει άνοιξη μέσα στη στάχτη, να στεφανώσει τους γενναίους,

Είναι η μάνα που στερήθηκε της αναγνώρισή της, είναι η γυναίκα που διεκδικεί, και ο Διονύσιος την υμνεί, την προσωποποιεί, Ελλάδα
(ίσως ελεύθερη πολιορκημένη)

Τρία χρόνια (Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ)

Η “δική μου” Κατερίνα έφυγε από τη ζωή χωρίς καμιά μεμψιμοιρία, έκανε τη λεβέντικη έξοδό της πριν από τρία χρόνια. Σε σωστό timing, δεν θα της άξιζε να βλέπει, να αισθάνεται την πανδημία και το ζόφο της. Ήταν όμως και μια σύμπτωση. Το 2016, την ίδια μέρα, 21 Ιανουαρίου, είχε συμβεί το ατύχημά και ο παρά λίγο θάνατος μου. Έκτοτε το αποφάσισα, έγινε η μέρα γενέθλια και ουσιαστικότερη, χάρη στην αποφασιστικότητα και το θάρρος που έδειξαν τα παιδιά μου. Με ήθελαν, με έσωσαν, με καλωσόρισαν ξανά σε τούτη τη ζωή.

“Σημείωσα” την ημερομηνία αλλά δεν ένιωσα ποτέ- και θα συμφωνούσε και η ίδια η Κατερίνα– ότι αυτό ήταν δείγμα ή απόδειξη ότι υπήρχε ανάμεσά μας “κάτι” πέρα από τη λογική, τη φύση ή την επικοινωνία μας. Σύμπτωση ήταν που έφυγε την ίδια μέρα που ξαναγεννήθηκα. Άλλωστε προνοώντας, μου είχε αφήσει κι ένα δώρο.

Κάτι ανεκτίμητο, αυτή μαζί με ανθρώπους μετρημένους -λίγους κι εκλεκτούς, εσαεί αγαπημένους – αυτοπεποίθηση για τη γραφή. Που στο τέλος … της ίδιας της γραφής, και μάλιστα από άτομο τόσο διορατικό, τόσο ευαίσθητο αλλά κυρίως τόσο ευφυές μοιραία με καταδιώκει, συγχρόνως με οπλίζει.

Και απελευθερώνει

Άνθρωποι που Γελάνε, Α. Παλούκα

 

Δημοσιεύεται στο τεύχος Ιουνίου στο “Βακχικόν”

Η σπάνις των ανθρώπων που γελάνε

 

Η ποίηση του Αργύρη Παλούκα έχει τη δύναμη να ανοίγει δρόμους αυτογνωσίας στον αναγνώστη, ώστε ο δεύτερος να «αναγνωρίζει» στα βιβλία του πρώτου (Το ξέφτι, Μανδραγόρας 2007· Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί, Κέδρος 2009· Θέλω το σώμα μου πίσω, Μεταίχμιο 2011) και δικά του βιώματα. Επιστρέφοντας τώρα με μια νέα ποιητική σύνθεση, ο Παλούκας μάς φέρνει Ανθρώπους που γελάνε (Κριτική 2018), επιμένοντας στις εικόνες που δανείζεται από την πάτρια φύση και την οικεία ψυχοσύνθεση, μιλώντας πάντα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τρυφερότητα αλλά και με αντίστοιχη γλώσσα: ανεπιτήδευτη και απολύτως ακριβή (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Έχοντας κατακτήσει τον ουσιαστικό μινιμαλισμό χωρίς να στεγνώσει, την αποστασιοποίηση χωρίς οποιαδήποτε ευκολία και ρηχή επικαιρικότητα, καταθέτει όσα έχει να πει με ψύχραιμο ενθουσιασμό, απαλλαγμένο από ζέοντα πάθη αλλά παλλόμενο από συναίσθημα. Στοχάζεται χωρίς αφορισμούς και προσπαθεί να δει καθαρά μέσω της ποιητικής ματιάς τα πιο βαθιά και στοιχειώδη ανθρώπινα ζητήματα: την ταυτότητα, το «μέσα που μιλάει», την απώλεια και την πίστη που εφευρίσκει το σώμα.

Τολμάει να επιστρέψει στα παλιά και στα άδικα χωρίς να κρύβει τη νοσταλγική του διάθεση: επινοώντας το άπειρο ανάμεσα σε αγαπημένους, ακολουθώντας το αίμα που διατρέχει την αγάπη, διαπιστώνοντας συχνά πόσο δυνατή και επικίνδυνη είναι η ανάγκη για τη συντροφιά. Παραδοχή. Ίσως η λέξη αυτή να μπορεί να χωρέσει τους απόντες ή σκιώδεις γελαστούς ανθρώπους που ο Παλούκας γνώρισε, και μας συστήνει.

Είναι όμως και οι εικόνες: η θάλασσα στον ορίζοντα —αμετανόητα καλοσυνάτη— σαν προσδοκία ιδανική, αλλά και πιο μικρά κι ασήμαντα υλικά (πράγματα) που αποκτούν ζωή και συνεπώς υπόκεινται στη φθορά και στον θάνατο. Είναι τα ρούχα, τα ζωντανά, σκύλοι και άλογα, κουπιά στο πέλαγος, δέντρα και ρίζες νοητές αλλά και μίσχοι σε γκρεμούς. Μέσα από την ποιητική μεταστοιχείωση ο Παλούκας προβάλλει ακόμα και την επαναστατικότητά του στον τελεσίδικο καμβά της απώλειας.

Στο τέλος όμως πάντα κάτι μένει. Με μικρές αλλά απαραίτητες δόσεις ειρωνείας, που προφυλάσσουν όλα τα λόγια και τις εικόνες από τη γλυκερότητα, φαίνεται ότι ο Αργύρης Παλούκας κοσκινίζει και συνδέει προσεκτικά τα υλικά του σε μια καθόλου μηχανική αναζήτηση της ψυχικής ομορφιάς.

 

Σαν όνειρο το δείλι

Δεν μπορώ να πω τί θάλεγε ο ίδιος αν ζούσε, αν ήτανε εκεί, παρών. Καθώς έδυε ο ήλιος κι η μέρα επέμενε πίσω από τα μεγάλα τζάμια. Δεν ξέρω αν θα μελαγχολούσε ή αν θα γλυκαινόταν από το κλίμα αυτό. Μπορεί και τα δύο. Και πώς να το περιέγραφε άραγε; Πώς θα ακουγόταν η φωνή του γεμάτη εξ ίσου με ρυθμό και δισταγμό, τρόμο και αυτοσαρκασμό;

Πώς θα σχολίαζε τη μουσική που έντυσε το έργο του; Πώς θα αντιδρούσε στα χειροκροτήματα ενός πολυπληθούς κοινού που είχε κατέβει ως τη παραλία και στη συνέχεια είχε ανέβει στο 8ο όροφο για να ακούσει η φωνή του, τη θλιμμένη φωνή, τη τρυφερή φωνή, την αβέβαιη φωνή, την ευθύβολη φωνή του αυταποκαλούμενου «Κωστάκη» (Καρυωτάκη);

Ίσως νάταν η  θάλασσα στο βάθος, ίσως κι ο ουρανός που έσβηνε σιγά σιγά την περασμένη Κυριακή, απόγεμα προς βράδυ, αλλά νομίζω πως δεν θα μπορούσε να υπάρχει κλίμα και περιβάλλον, πιο Αττικό, πιο μελαγχολικό και πιο κατάλληλο να πλαισιώσει μια εκδήλωση, παράσταση για τον ποιητή τον Καρυωτάκη.

Και πιστεύω ότι το κοινό -ετερόκλητο, ανεπιτήδευτο κι απλό- που ίσως νάρθε για το «τζάμπα θέαμα» αλλά ίσως και από αγάπη για τον ποιητή κάτι συνέλαβε αυθεντικό, ορθό και αισθαντικό μαζί και στη σκηνοθεσία και την ερμηνεία και το πιάνο που συνόδευε.

Αφού εκεί προς το τέλος άκουγες ξεκάθαρα την κρατημένη μας ανάσα, καθώς ολόκληρο ακροατήριο βουβό αλλά με μάτια και ψυχή ορθάνοιχτα περίμενε το ξέσπασμα, την πιστολιά να ακουστεί και ο Κωστάκης να φύγει εκείνη τη βραδιά από το Φάληρο, τη θάλασσα, το «δείλι».

Info: Κώστας Καρυωτάκης

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι

Ερμηνεύουν οι Νίκος Κουρής, Εύη Σαουλίδου
Στο πιάνο, ο Διονύσης Μαλλούχος

Ένα πορτραίτο του Κώστα Καρυωτάκη, μέσα από τα ποιήματα, τα πεζά και τις επιστολές του, θα  σκιαγραφηθεί στο πλαίσιο των Παραβάσεων, του Θεατρικού Αναλογίου του ΚΠΙΣΝ. Σε σκηνοθετική επιμέλεια της Έφης Θεοδώρου, οι ηθοποιοί Νίκος Κουρής και Εύη Σαουλίδου αποκαλύπτουν την μελαγχολική φύση του ποιητή, μέσα από μια δραματουργική σύνθεση που συνδέει αποσπάσματα από όλο το φάσμα του λογοτεχνικού του έργου, ενώ ο Διονύσης Μαλλούχος τους συνοδεύει στο πιάνο.

 

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Ημερολόγιο απουσίας

Επανέρχομαι εδώ, μετά από σχεδόν έναν χρόνο απουσίας για λόγους πέρα από τη θέλησή μου. Τι έγινε στο μεταξύ; Τι συνέβη; Τι πέρασε ασχολίαστο; Μα είναι εποχή που μένει κάτι ασχολίαστο, ή που περιμένει τέλος πάντων από μένα; Η απάντηση είναι όχι διπλό. Παρατηρώντας και διαβάζοντας περισσότερο από γράφοντας όλο το διάστημα αυτό όπου και η συγκέντρωση σε ένα θέμα αλλά και η προτεραιότητα άλλων θεμάτων με οδήγησαν, έβγαλα τα συμπεράσματά μου.

Τουτέστιν, μου χρειάζεται και η βλακεία, η αποβλάκωση με θέματα ανώδυνα, μακριά από τη πολιτική επικαιρότητα και η οικονομική πραγματικότητα, συνακόλουθα η ανάλυσή τους και η εξαγωγή συμπερασμάτων.

Δηλώνω ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα –πια-. Καμία βεβαιότητα, καμία απόλυτη διαπίστωση. Δηλώνω ότι θέλω χωρίς σκιές και ενοχές να απολαμβάνω ό,τι μου χαρίζει η ζωή. Το γεγονός ότι ζω και κινούμαι, ότι απολαμβάνω τη δυτικού τύπου ελευθερία που δεν αλλάζω με τίποτα. Το γεγονός πως ό,τι έχω κερδίσει σε ετούτη τη ζωή δεν το χρωστάω σε κανέναν από δαύτους που αν βρεθούν ποτέ στη θέση που είμαι τώρα θα κοιτάξουν να αναρριχηθούν κάπου πιο «ψηλά» και μπορεί και να με πετάξουν από την ανεμόσκαλα με μια κλωτσιά. Είναι οι τύποι που δεν ζουν χωρίς εχθρούς, χωρίς «βαρβάρους» -μάλιστα παλιέ μου Κωσνταντίνε-. Εκείνοι που δεν ζουν χωρίς εχθρούς, αυτούς μονάχα απεχθάνομαι.

Αντίθετα η θεία (η θεϊκή) Αγγελάκη Ρουκ ευγνωμονεί τον καθρέφτη που της επιτρέπει να μισεί την ίδια την εικόνα της, και την λατρεύω για την αυτογνωσία και τη λεβεντιά της.

Έτσι λοιπόν ξανά προσδιορίζω τον πυρήνα μέσα από τα λόγια ποιητών κι ας παραμένει η δική μου η παραγωγή εκεί που έμεινε εδώ και ένα χρόνο, στο συρτάρι. Να κι ένα «πράμα» που δεν φορολογείται, ούτε και κοστολογείται –γιατί έτσι το θέλησα- είμαι και γι αυτό το γεγονός χαρούμενη (όχι ευτυχισμένη).

Θα επανέλθω σύντομα, ελπίζω και με τα δυο μου χέρια…

’23 ΜΕΡΕΣ’, (δημιουργική) ανάγνωση

thumbnailΓιατί μετράει κανείς τις μέρες; Από ένα γεγονός ή μέχρι κάποιο άλλο; Για να αθροίσει τον καιρό που πέρασε ή για να υπολογίσει πόσο ακόμα θα χρειαστεί να διανύσει περιμένοντας το πλήρωμά του να φέρει κάτι άλλο; Κι αν δαμάζει τελικά ο χρόνος από μόνος του τον πόνο, τι απογίνονται η ελπίδα και η προσδοκία όταν αυτός περνά και φεύγει ;

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη δίνει φωνή και βήμα σε μια γυναίκα που δημιουργεί, για να ξαναζήσει μαζί της ένα χρονικό 23 ημερών που αποπνέουν συγχρόνως καλοκαιρία με έναν αποχωρισμό, σφοδρό και βίαιο σαν θάνατο, ωστόσο μη οριστικό ∙ να πλανάται άλλοτε σαν απειλή και σαν τελεσμένο γεγονός που καλείται να πενθήσει, άλλοτε σαν μετακλητή πραγματικότητα που προσπαθεί να αναιρέσει. Οι αριθμοί 2 και 3 αποδεικνύονται σημαδιακοί αφού επανέρχονται στο αφήγημα, ενώ η μία κορυφή του ερωτικού τριγώνου που θα υπαινιχθεί  παραμένει σχεδόν ανυπόστατη. Όλα λειτουργούν σαν φόντο για να αναδειχθεί εντονότερα το συναισθηματικό κλίμα που βιώνει η κεντρική ηρωίδα.

Αυτή είναι η «Σοφί» που δεν επιτρέπει σε κάποιον που φεύγει από τη ζωή της να την κάνει ποίημα. Επιδιώκει να βυθιστεί η ίδια σε μια κατάσταση εκστατική και θερμή ανάλογη σε ένταση, αλλά και στο πάθος που διέτρεχε τη μοιραία σχέση ∙ θέλει να γράψει εκείνη το τέλος αλλά και πάλι… Μπαινοβγαίνει στη «νάρκωση» που της  προσέφερε κατά το παρελθόν το μοναχικό της όραμα για μια από κοινού ποιητική ζωή και αποπειράται να φωτίσει από διαφορετικές γωνίες τα γεγονότα. Το σοκ της απώλειας γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει μια πρόσφατη, ίσως «παλιά» και επαναλαμβανόμενή της ιστορία.

Η σχέση χωρίς αποκλειστικότητα και η αγωνία της ουσιαστικής συνεύρεσης  πασχίζει να διαιωνιστεί στο λογοτεχνικό παρόν. Το σώμα κι η  ψυχή, ο νους, τελούν υπό καθεστώς «βίας», τρέχουν με την κεκτημένη ορμή. Αναζητούν τη συνέχεια και τον  παρτενέρ για τη συνομιλία  που –ίσως  λόγω ακριβώς της αποσπασματικότητας και της αμφιβολίας- είχε εξιδανικευτεί και υποσχόταν παλιότερα το άπαν της απόλυτης ταύτισης.

Στο σκηνικό που στήνεται, αντί για τα βιβλία του απόντος, σε ένα καφέ κομοδίνο χάσκουν άσπρα ηρεμιστικά χάπια, λευκά μηνύματα συνοδεύουν τις νύχτες της. Η Σοφί αναπολεί, συσχετίζει με ζευγάρια της τέχνης και απαριθμεί –ο τρόπος της να βάλει μία τάξη μες το χάος και να βρει μια έξοδο από τον φαύλο κύκλο-. Θα εκπληρώσει το πέρασμα του χρόνου την υπόσχεση για επιστροφή στη παρελθούσα συνθήκη που θα σημάνει και τη λύτρωσή της;

Η συγκεκριμένη πιθανότητα, δικαίωμα και πόρτα ανοιχτή για μέλλοντα αόριστο για αυτόν που έχει αποχωρήσει, ελπίδα και άρνηση του τέλους για αυτήν που παραμένει, φέρνουν στην επιφάνεια αναπάντητα «αν» και «γιατί» μαζί με το ελπιδοφόρο ‘πότε;’ που η προσδοκία δεν επιτρέπει να γίνει ένα οριστικό ‘ποτέ’. Η σύγχυση κι η παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στην απόρριψη, την εξιδανίκευση και την άρνηση επιτείνονται.

Πάνω σ΄αυτό τον καμβά, η Α.Ξ. προτίθεται να αναδείξει τη διαδικασία γύρω από την ποιητική δημιουργία, τη μόνωση και τον πόνο ως προϋποθέσεις της ανάτασης. Αναζητά την αλληλουχία λέξεων που θα εκπορθήσουν τα τείχη της νοικιασμένης –και παράνομης ενδεχομένως- κάμαρας που έχει μετατρέψει σε χώρο προβληματισμού και πένθους ∙ ίσως το ίδιο το σώμα της Σοφί. Προκειμένου να  μεταστοιχειώσει το λυγμό σε λόγο καταφεύγει στην  ανάγνωση, τη καταγραφή του αισθήματος. Οι αισθήσεις όμως βρίσκονται σε συναγερμό : H ελπίδα και  η προσμονή οξύνουν την ακοή, την στρέφουν στον εξωτερικό χώρο απ΄ όπου προσδοκά να αφουγκραστεί τον ήχο της επιστροφής, της ευνοϊκής επιλογής που θα κάνει ο άλλος και το ιδανικό ισοδύναμο της ανακούφισής της.

Τόσο ο ζόφος όσο και ο φαύλος κύκλος επικοινωνούνται από την συγγραφέα, αλλά αφού η ηρωίδα διέρχεται τις φάσεις  κορυφώνει μ’ έναν θυμό –προς εαυτόν-  όπου η λύση, ως απάντηση στα ερωτήματα ωριμάζει με τη «Φθινοπωρινή Ιστορία» και αποδίδει καρπούς στο «ΧΧ» (το επιθυμητό συστατικό του αριθμού 23). Οι λέξεις αποκτούν εκεί  ποιητική πολυσημία, με τα πολλαπλά βάρη που κουβαλάνε η καλοκαιρία και το φθινόπωρο, η έξοδος συντελείται παίρνοντας τη συμβολική μορφή της έκρηξης του σώματος, από το χώρο του βωβού αναβρασμού στο χώρο της λεκτικής έκφρασης.

Για να συμβεί η ποιητική απογείωση θα χρειαστεί να αλλάξουν όλα. Από τη κρεβατοκάμαρα βρισκόμαστε στη τουαλέτα, από τις κλεμμένες Τετάρτες  σε μια ματωμένη Παρασκευή, από τα άσπρα και καφέ χρώματα –με τους ανάλογους συμβολισμούς τους – στο κόκκινο του αίματος.  Να σταματήσει το μυαλό να διανοείται και η ψυχή να παραπλανάται, να αποκαλυφθούν «μυστικά», να μετατοπιστεί η δράση.

Όταν τα φτερά του έρωτά της πριονίζονται, για να πετάξει η ποίηση απαιτεί μια κίνηση οριστική, απότομη και καταλυτική, ένα πλήγμα – μήνυμα ισότιμο με την χαίνουσα πληγή του χωρισμού και της αμφιβολίας. Σε χώρο ζωτικό, σωματικό και κάτω από τη μέση, θα βρει τις λέξεις, θα διατυπώσει το διά ταύτα με έναν τρόπο που κυριολεκτικά αγγίζει∙  χρειάστηκε να τρέξει αίμα…

Το σώμα βγαίνει από τη «νάρκωση» της πλάνης του και η θερμοκρασία του πάθους που επιζητείται –που αναπτυσσόταν ήδη από την εποχή της μη ολοκλήρωσης και των ατελών διαδρομών προς τον άλλον- εξισορροπείται. Με το ζεστό υγρό να ρέει και «τις χορδές σπασμένες»  αναδύονται τα  λόγια και η μελωδία ηχεί. Ρήξη, κατανόηση και ανατροπή: Η αναμονή κι η επιθυμία, ποσά ευθέως ανάλογα, ο θρήνος ατελέσφορος όσο το πέρας αιωρείται, ο χρόνος αποδεικνύεται αδιάφορος καθώς κοιτάει μόνο τη δουλειά του, να φεύγει ανεπιστρεπτί. Η αναμονή ήταν λοιπόν αφροδισιακή;

 

thumbnail1

 

Πριν και μετά από τις σημαντικές διαπιστώσεις η ιστορία, ωστόσο, απλώνει, συνεχίζεται. Αφού έχουμε να κάνουμε με αφήγημα, με «αρχή, μέση και τέλος» και αφού η Α.Ξ. παραχωρεί δικαίωμα στους αναγνώστες της να καθορίσουν και αυτοί τη μοίρα της Σοφί της, θα επισημάνω ότι  η συμβολική κίνησή της προς τον εξωτερικό χώρο, το «δρόμο» που διασχίζει, η αποχώρηση από το Facebook  και το κάπως επιβεβλημένο happy –(ή ‘ηθικά’ ορθό) end υστερούν σε ένταση, πολυσημία και αυθεντικότητα. Η  Α.Ξ. φέρεται με καλοσύνη στην ηρωίδα της και της  χαρίζει την επιβίωση, της στρέφει το βλέμμα σε ένα μέλλον σχεδιασμένο, αλλά  προφανώς την αποκόβει από το παρελθόν και αναστέλλει –με τρόπο παρόμοιο με τη περιγραφείσα σχέση!- τη κάθαρση που θα ήταν δυνατόν να φέρει μια σύγκρουση της ηρωίδας καθώς απευθύνεται στο άλλο της –και παρελθόν- μισό.

Η Σοφί αφήνει αναπάντητα τα «γιατί» ενώ αναιρεί επιφανειακά τα «αν» και απονευρώνει τις ισχυρές της εξομολογήσεις. Η διαφορετική στροφή που παίρνει είναι βέβαια πολύ πιο ανοιχτή, αλλά περιστρέφεται γύρω από  τον παλιό και σταθερό της άξονα. Επίκεντρό της παραμένει ο ίδιος πάντα, άλλος άνθρωπος, οι σχέσεις του με τους ανυπόστατους τρίτους, ο χρόνος που περνάει μάταια φέρνοντας τις παλιές ιστορίες στο προσκήνιο, ενώ η απόσταση, η αλλαγή τοπίου και η άρνηση της πλήρους αυτοκαταστροφής («χάπια», «γκάζι») είναι σαν και τον χωρισμό που δεν είναι οριστικός: Θέμα χρόνου, στη σχέση δύο οντοτήτων να παρεμβαίνει κάποια άλλη, τρίτη (οντότητα, κατάσταση) που παραμένει τόσο άγνωστη όσο και φαρμακερή μέσα στο ανάγνωσμα.

Η  Ασημίνα Ξηρογιάννη απεικόνισε μία κατάσταση και παράλληλα φώτισε ένα  αφήγημα από  διαφορετικές γωνίες, την ποιητική εξομολογητική, διακειμενική και εικαστική.  Έκανε σαφή στον αναγνώστη το χρονικό, το αδιέξοδο, την οδύνη και τα μέσα που επικαλούμαστε για να παραβλέπουμε τα πιο σημαντικά και τελεσίδικα γεγονότα, τη στέρηση και τη φθορά, τη στέρηση που επιτείνει τη φθορά και αντίστροφα.

Από όποιο πρίσμα ωστόσο κι να το κοίταξα, το κόκκινο, σαν και τα χρώματα σε μια παλέτα, είναι αυτό που ξεχωρίζει, είναι αυτό που με το πέρασμα του χρόνου, ξεθωριάζει τελευταίο.

 

Δημοσιεύεται στο Fractal

από κοντά

19758_nature_close_up_close_up_green_thing

 

Με ρώτησες πολλές φορές απ΄το τηλέφωνο γιατί δεν  ακούγεται η φωνή μου

ενώ ήσουν εκεί τότε που με ξύπνησε πρώτη φορά εφιάλτης.

Προσπάθησα να πω «νερό» αλλά πιο πολύ ντρεπόμουνα που μίλαγα

παρά που δίψαγα

και βγήκε μια κραυγή

Ξύπνησε η διπλανή μου ασθενής

της  χαμογέλασα και είπα «μην ανησυχείτε, τίποτα δεν είναι, θα περάσει»

 

(Με το αίμα κρεμασμένο πιο ψηλά από το κεφάλι

και τα ούρα παρακάτω από τα πόδια

μόνο στ΄ αυτί του γίνεται να του μιλήσεις

και του θανάτου και του έρωτα

και όχι δυνατά)

εικόνα από εδώ

Αυτό το ποίημα, μέρος της ανέκδοτης συλλογής Προμηθέας Πλάνης, δημοσιεύεται γιατί προηγουμένως ήδη «έπιασε το στόχο του», στην ανθρώπινη επικοινωνία.

Κάπως έτσι, με καλύτερα λόγια: «Μόνο ο πραγματικός ποιητής μπορεί να μιλήσει για τον απέραντο πόθο να μην είσαι ποιητής, τον πόθο ν΄ αφήσεις αυτό το σπίτι με τους καθρέφτες όπου βασιλεύει εκκωφαντική σιωπή». (Μίλαν Κούντερα Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ)

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 2013

kavafis

Από το BIBLIOTHEQUE πάντα τεθλασμένη βιβλιοθήκη (θα τον βρει τον καινούργιο δρόμο κι ας μην είναι ο συντομότερος, το όνομά της αυτό δείχνει).

το λιβάδι που …γνωρίζει

Από την αρχική σελίδα των εκδόσεων Μελάνι, στο δελτίο τύπου των εκδόσεων με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Νίνας Γιαννοπούλου “Το ξέρω λιβάδι μου, το ξέρω”, περιλαμβάνεται κείμενό μου που δημοσιεύτηκε στο Βακχικόν για την πρώτη συλλογή της ποιήτριας. Το υπέγραψα τότε και χαίρομαι που εκτιμάται και τώρα.

πρόσκληση

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ  ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΟΛΟΤΗΤΑ

η ανάδειξη της ενότητας της λογικής και του συναισθήματος μέσα από τη φιλοσοφία την ποίηση και τη μουσική

 

 

Οι αναγνώστες:

 

Μαρία Ιωαννίδου, Λένα Καλλέργη, Χάρις Κοντού, Χρίστος Κρεμνιώτης, Πένυ Μαυρέα, Ανέστης Μελιδώνης, Σιδέρης Ντιούδης,

Θεόδωρος Παπαϊωάννου, Θωμάς Τσαλαπάτης, Κάκια Χατζηγιαννίδη,  Δημοσθένης Χατζηθεοδώρου

 

  (Αναζητώντας ένα «εμείς» που να μην μας απειλεί).

Είναι μία προσπάθεια για συλλογικότητα. Να νιώσουμε ότι μέσα στον ορυμαγδό του ψεύδους και του ατομικισμού που προπαγανδίζονται από την ίδια τη ζωή, υπάρχει ένα βοτσαλάκι αλήθειας, αληθινού λόγου. Σφηνωμένο ανάμεσα στις τσιμεντόπλακες που έστρωσαν οι εργολάβοι, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι κρατούντες και οι κατέχοντες τον δημόσιο λόγο.

Μέσα στο σύμπαν της κερδοσκοπίας, ξέρουμε ότι  είναι ουτοπικό να αρθρώνουμε τον ανιδιοτελή μας λόγο.

Παρόλα αυτά, κάποιος πήρε την πρωτοβουλία, κάποιοι ακολουθήσαμε χωρίς όρους, με μοναδικό κριτήριο την εμπιστοσύνη στην αισθητική και την ανθρωπιά. Την ανθρωπιά και την αισθητική, αυτά τα δύο που όσο ελλείπουν τόσο μοιάζουν μεταξύ τους.

Συμμετέχω σ΄αυτή την κίνηση χωρίς να ξέρω πολλά. Χωρίς ένα a priori κοινό, εξασφαλισμένο από παράγοντες, ονόματα και χορηγούς.  Είδα φως και μπαίνω. Ο άνθρωπος στο επίκεντρό μας. Και ελπίζω να τον δούμε μαζί, εκεί. Να θυμηθούμε μαζί το άλλο σύμπαν που ασφυκτιά, όσο ποτέ.

Κι αν είναι να το δούμε με αισιοδοξία και αγωνιστικότητα μέσα στο περιβάλλον πολέμου που ζούμε και δεν αγνοούμε, να δείξουμε ο καθένας στον άλλον ότι μπορεί τα τελευταία χρόνια να χάσαμε χρήματα, χρόνο, ελπίδες, προοπτικές και κουράγια. Μπορεί να μας τα πριονίσαν τα φτερά αλλά μπορούμε ακόμα να πετάμε μαζί.

Σας περιμένω.

Την Πέμπτη 12 Μαΐου, 7.30 μ.μ. στο Δημαρχείο Περιστερίου