Η αρχοντιά, ολόκληρη

Το ζευγάρι είχε ανακαινίσει το πατρικό σπίτι για όσο διάστημα το κατοικούσαν. Διακριτικά, χωρίς να το πληγώσουν ή αφαιρέσουν την αρχική ταυτότητά του. Τα κεντημένα γύψινα στα ταβάνια παρέμειναν σε θέα, δεν έπεσαν ντουβάρια, έμεινε χώρος για τραπεζαρία αντίθετα από την τάση για νησίδα στη κουζίνα, σύμφωνα με τις αισθητικές επιταγές του air b’n b και της τροφής μικροκυμάτων.

Μεγάλωσε η οικογένεια και χρειάστηκε να αλλάζουν στέγη αλλά το σπίτι το διατήρησαν για να το ανοίγουν κάθε τόσο, για φίλους και για γείτονες. Σε αυτήν την ομορφιά της εποχής μεσοπολέμου βρέθηκα καλεσμένη ένα βράδυ. Και απήλαυσα την αρχοντιά και την καλαισθησία που δεν ξέρεις από που να αρχίσεις να αισθάνεσαι, πού να τελειώσεις. Με τη φιλοξενία να σε αγκαλιάζει με ελευθερία μες στο χώρο.

Εκτός από ποτά, γλυκά, κρασί και μεζεδάκια, οι καλεσμένοι θα βρίσκαμε για να ολοκληρώσουμε την εικόνα, εκτυπώσεις, φωτογραφίες, άλμπουμ και γραπτές αναφορές στην ιστορία της ίδιας γειτονιάς. Οργανωμένα με το μεράκι του ερασιτέχνη αλλά και επιμέλεια επαγγελματία γραφίστα ή ερευνητή.

Οι οικοδεσπότες δεν το εκμεταλλεύτηκαν το ακίνητο, νοικιάζοντάς το με το κεφάλι στους δυστυχισμένους μετανάστες. Το κράτησαν μαζί με μνήμες στο παρόν. Τιμώντας, δένοντας τα ενθύμια. Απ΄ την αγάπη για τη θάλασσα απ΄ το κυκλαδονήσι που έχουν μία ρίζα μέχρι την αισθητική του ΄60, το αποσυρμένο πια, μπουκάλι κόκα κόλας. Από την οικογενειακή ταβέρνα προήλθε και λειτούργησε και άψογα ένα τζουκ μποξ, που εφοδιασμένο με ταληράκια δραχμικά, μας πρόσφερε διασκέδαση, με αρχοντορεμπέτικα και άλλα λαϊκά, και τζαζ και ροκ και ό,τι θα διαλέγαμε όλο το βράδυ.

Αναζητώντας το ταξί επιστροφής, οι οικοδεσπότες θα με αποχαιρετούσαν με ένα “γιατί τόσο νωρίς;” κι ας είχαν περάσει πια μεσάνυχτα. Πέντε ή έξη άτομα από τη σύναξη, με συνόδευσαν στη πόρτα. Με περιέβαλαν με μια τιμή σπάνια και πολύτιμη στη κυριολεκτικά πεζή, όχι εποχούμενη, ζωή μου. Χαιρετηθήκαμε στη πόρτα του μικρού Αθηναϊκού στενού σαν να ήμασταν παλιόφιλοι ενώ τους περισσότερους τους γνώρισα μόλις το ίδιο βράδυ.

Οι άρχοντες υπάρχουν, σκεφτόμουν στην επιστροφή. Λεπτότητα και αυθεντική ευγένεια που βγαίνει από το σεμνό τον χαρακτήρα τους και την αισθητική που δεν δανείζεται ούτε λαϊφστάϊλ ούτε και ίνσταγκραμ εικόνες.

Και πώς αλλιώς αφού ανατράφηκαν με ήθος, με άξονα τη μόρφωση αλλά και τη παιδεία του καθημερινού, της ομορφιάς που έμαθαν να την καλλιεργούν. Με πρόοδο σε ό,τι καταπιάνονται και κάνουν.

Ήταν παιδιά που ικανοποιήθηκαν από τη ζωή που τους προσφέρθηκε.
Που δεν ήταν ανέφελη, το κάθε άλλο.