κάποτε το Πάσχα, το χωριό

2015. Αποφασίζει να ακολουθήσει ένα γκρουπ των πούλμαν και της συμφοράς. Δεν έχει τίποτα καλύτερο, όλοι οι φίλοι ρέπουν ανίατα προς την οικογένεια. Κυλάει ανεκτά η Παρασκευή. Διαδρομή και εξοχή, ηγείται μια αγράμματη τύπου ξεναγός που καλεί από μικροφώνου να πει όποιος θέλει εκείνα τα απαίσια σεξιστικά ανέκδοτα με τα οποία ξελιγώνεται η τρίτη ηλικία, αλλά δε βαριέσαι, η Μαρία κοιτάει έξω, ρουφάει εικόνες εξοχής και θάλασσας και παρηγοριέται με μια άλλη σόλο ταξιδιώτισσα, ανταλλάσσουν εφημερίδες ως συγκρατούμενες σε μπλοκ αναλφαβήτων.

Εγκατάσταση στο παραλιακό ξενοδοχείο – αρχές Απρίλη, ψύχρα κι υγρασία- θέρμανση μηδέν. Μετά το σχετικό επιτάφιο και φαγητό, φοράει ό,τι έχει και κοιμάται. Το δωμάτιο έχει να ανοίξει γύρευε από πότε, αναδίδει μούχλα, σκόνη και ανακαίνιση στα όρια του μεταμοντέρνου κιτς. Αλλιώς φαινόταν στις φωτογραφίες.

Το Σάββατο τους πάνε σε ένα υπέροχο δάσος στο βουνό για να καταλήξουν σε μοναστήρι όπου ένας μοναχός -ανάμεσα σε ψεκασμένο και κατάλοιπο των αγανακτισμένων του Συντάγματος – ξεναγεί. Στην ουσία επαιτεί, δίνει εκεί κάτι ψιλά και περιμένει πως και πως να παν για γεύμα.

Με άλλους δύο σόλο ταξιδιώτες κάνουν παρέα, κάθονται με τις ταλαιπωρημένες πλάτες τους στον ήλιο, σερβίρεται ένα υπέροχο βουνίσιο φαγητό και χόρτα, πίνουν κρασάκι, και το κέφι απογειώνεται καθώς τρολάρουν την κατάσταση. Όπου η ξινή η “ξεναγός” τους τη πέφτει, το ωράριο, ο οδηγός, η διαδρομή και άλλες δικαιολογίες για να τα μαζέψουν να φύγουν, να επιστρέψουν στο άσυλο που λέγεται ξενοδοχείο με τη πισίνα και το παιδότοπο που βουίζει όλη μέρα για μια ξεκούραση που κανείς δεν είχε τη συγκεκριμένη εκείνη τη στιγμή ανάγκη.

Ατέλειωτες οι ώρες μέχρι οι εργαζόμενοι να πιάσουν απρόθυμα δουλειά, τουτέστιν να πάνε τους πελάτες τους στην εκκλησία για ανάσταση και στην επιστροφή να τους ταΐσουν. Όπερ και εγένετο στην καθορισμένη ώρα αλλά στο μεταξύ, ο εγκλεισμός πλήρης, ούτε συγκοινωνία για το κοντινό χωριό, ούτε και ταξί, και τίποτα εκεί κοντά, εκτός μια παραλία φαλακρή εκτεθειμένη στα όποια καιρικά φαινόμενα και πόσες ώρες πια να περπατάς;

Ανεκδιήγητο το δείπνο το οποίο σερβιρίστηκε με περίσσια βιασύνη σε αίθουσα αχανή και κακοφωτισμένη. Κρέας με γεύση από χαρτόνι, σούπα με κυρίαρχο συστατικό το αλεύρι, για επιδόρπιο γιαούρτι αραιωμένο και μία κουταλιά από χύμα μαρμελάδα. Έφαγε η Μαρία όλο το ψωμί από το καλάθι. Δε συζητάμε για ποτά, νερό, και αν.

Νευριασμένη, κουρασμένη, πεινασμένη ενδίδει στη πρόταση άλλου ταξιδιώτη για βόλτα παραλιακά, αλλά φευ, αυτός νομίζει ότι πάει γυρεύοντας και της την πέφτει για να απογοητευτεί.

Με δυσκολία αποκοιμιέται η Μαρία και ξυπνάει υπό τους ήχους των δημοτικών ασμάτων που συνόδευαν τους τάχα ενδεδυμένους με παραδοσιακά επαγγελματίες χορευτές παρά θιν πισινός, στη διαπασών από το πρωί πακέτο με μία τσίκνα αναδυόμενη από τις ψησταριές, πρωί πρωί χωρίς καφέ. Που χρεωνόταν ως κάτι “έξτρα” αν είχε κανείς ιδιαίτερη προτίμηση και όχι από μια κανάτα έτοιμο και κρύο.

Για να σερβιριστεί το μεσημεριανό στην αχανή αίθουσα του ασύλου με βουνά από πιλάφια και σαλάτες μαγιονεζάτες, με τα μαχαιροπήρουνα να ακούγονται στα ξενυχτισμένα της αυτιά σαν τον απόηχο από το μεγάλο φαγοπότι χωρίς καθόλου υπότιτλους, μόνο εικόνες από γέροντες να ξεκοκαλίζουν λαίμαργα κοψίδια, χέρια να αρπάζουν από τις πιατέλες και μπουκωμένα στόματα, γυναίκες να στραβοκοιτάζουν τα πιάτα και να βάζουν φρένο στους ατάσθαλους συζύγους της χοληστερίνης και το ποτό, πάλι δυσεύρετο. Το μόνο που κατάφερε μετά κόπων και βασάνων ήταν μια μπύρα των τριακοσίων τριάντα που έφερε ένας σερβιτότορος που την κοίταζε επίμονα στα μάτια για να λάβει πάραυτα το παχυλό ως είθισται στο χώρο πουρμπουάρ, στο ταμπλ ντ΄οτ αν κάτι βγει, θα είναι από τα ποτά.

Η ξεναγός παύλα “πωλήτρια not included υπηρεσιών”, τους προξενεύει μια βραδιά στο λόμπι με λάιβ μουσική. Που αρχίζει και δεν τελειώνει παρά το ξημέρωμα. Ανύπαρκτη ηχομόνωση, βαριεστησμένη ορχήστρα συνοδεία γερόντων με φάλτσα “πιο καλή η μοναξιά” που ισχύει στη περίπτωση.

Όταν την άλλη μέρα η Μαρία διαμαρτύρεται στον ρεσεψιονίστ για την ηχορύπανση παίρνει την αποστομωτική απάντηση “Και για γιατί δεν κατεβαίνατε κι εσείς, Πάσχα είχαμε”.

Κι αν ήμουν άλλης θρησκείας, δόγματος, και δεν είχα; Πως συμπεριφέρεστε έτσι στους τουρίστες, εσείς ως ξενοδοχείο; παίρνει την ακόμα πιο ευγενική, φιλόξενη και ανοιχτόμυαλη ατάκα:

“Εδώ είναι χωριό, δεν έχει τέτοια, όλοι εδώ έχουμε Πάσχα”.